Η «συμμορία των προθύμων» με ένα εντυπωσιακό σόου «πυροτεχνημάτων», το Σάββατο 14 Απριλίου 2018, θέλησε να δηλώσει την παρουσία της στον χαμένο -προσώρας- γι’ αυτήν πόλεμο στη Συρία.
Ένα σόου προανάκρουσμα για το τι πρόκειται να συμβεί σε λίγο, όταν ο συριακός στρατός ξεκινήσει την εκκαθαριστική επιχείρηση κατά της Αλ Κάιντα, της Αλ Νούστρα και των άλλων «ιεραπόστολων» της δυτικής εκδοχής της δημοκρατίας, στο Ιντλίμπ.
Εκεί, στο Ιντλίμπ, θα «ανακαλυφθούν» όλα τα «χημικά» του κόσμου. Όχι μόνο του Άσαντ, αλλά και του... Μιλόσεβιτς, του Σαντάμ, του Καντάφι, τα πυρηνικά του Κιμ και πάει λέγοντας.... Ίσως να ανακαλυφθούν και κάποιοι ξεχασμένοι... Βιετκόνγκ να... απειλούν την υπερδύναμη....
Εκεί, στο Ιντλίμπ, θα δοθεί η μάχη των μαχών και το αποτέλεσμα θα κριθεί στο 90’.
Εκεί, στο Ιντλίμπ, θα δοκιμαστούν οι αντοχές όλων και η διεθνής ειρήνη.
Το Ιντλίμπ (ή Ιντλέμπ) είναι το τελευταίο οχυρό των αντικαθεστωτικών ανταρτών. Μετά από αυτό υπάρχει η άμεση επαφή του συριακού στρατού (και των Ρώσων, Ιρανών κ.λπ. υποστηρικτών του) με τις -μικρές ως τώρα- αμερικανικές δυνάμεις στις «κουρδοκρατούμενες» περιοχές ανατολικά του Ευφράτη. Και με τις τουρκικές στην επαρχία του Αφρίν.
Δηλαδή, η αντιπαράθεση παύει να γίνεται δια αντιπροσώπων, αλλά αποκτά απ’ ευθείας μετωπικά χαρακτηριστικά.
Η κατάσταση ξεκαθαρίζει ολοσχερώς, αλλά ταυτόχρονα γίνεται και εξαιρετικά επικίνδυνη.
Η Τουρκία -αν και δεν ξέρουμε πώς τελικά θα αντιδράσει και τι ανταλλάγματα θα πετύχει (κυπριακή ΑΟΖ, Αιγαίο κ.λπ.- έστω και αν οι καθ’ ημάς κυβέρνηση και αντιπολίτευση κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου), για μια ολοκληρωτική αλλαγή στάσης απέναντι στη Ρωσία και τους συμμάχους της. Γνωρίζοντας όμως τα σχέδια των Αμερικανών για δημιουργία κουρδικού αυτόνομου θύλακα στο μαλακό της υπογάστριο και έχοντας χάσει κάθε εμπιστοσύνη σε αυτούς- παρά την εχθρότητά της με τον Άσαντ, δεν έχει άλλο τρόπο παρά να «πεισθεί» από τους Ρώσους να παραδώσει το Αφρίν στις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις. Αφού βέβαια λάβει εγγυήσεις, ότι δεν θα υπάρξει καμμία παραχώρηση προς τους Κούρδους (η αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων ωστόσο μπορεί να «παγώσει» προσωρινά και μέχρι να ξεκαθαρίσει ολοκληρωτικά η εικόνα στο σύνολο του μετώπου, ή να γίνει σταδιακά, με «γκρίνιες» και με παλινωδίες).
Οι Αμερικανοί -όπως και οι Γάλλοι και οι Βρετανοί- επίσης, έχοντας χάσει οριστικά τον πόλεμο (με την πτώση του Ιντλίμπ), δεν θα έχουν κανένα λόγο να υπάρχουν στην περιοχή, πλην της απροκάλυπτα παράνομης κατοχής εδάφους μιας ξένης χώρας, από την οποία (θα) έχουν επί της ουσίας ηττηθεί. Εάν επικαλεστούν την προστασία των Κούρδων -που τυγχάνουν ήδη μιας μορφής αυτονομίας εντός συριακού εδάφους-, τότε θα βρουν απέναντί τους και την ίδια την Τουρκία, η οποία οριστικά θα περάσει στη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την «ιερά συμμαχία».
Γι’ αυτούς τους λόγους, η τελευταία, η πιο σκληρή και καθοριστική μάχη με εκατόμβες θυμάτων θα γίνει στο Ιντλίμπ, όπου ενδεχομένως θα δοθεί και η αφορμή εισόδου χερσαίων δυνάμεων της συμμορίας, ή και ταυτόχρονης εμπλοκής του Ισραήλ!
Φυσικά υπάρχει επίσης η εκδοχή της «πολιτικής» λύσης. Δηλαδή, αυτό που η διεθνής συμμορία δεν κατάφερε επτά χρόνια στο πεδίο των μαχών, να προσπαθήσει να το επιτύχει -έστω μερικώς- μέσω διαπραγματεύσεων. Υπ’ αυτό το πρίσμα η πρόσφατη πυραυλική επίθεση μπορεί να είχε αυτόν τον στόχο. Δηλαδή, αποτρέποντας τον Άσαντ να προελάσει γρήγορα προς το Ιντλίμπ, να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια πολιτική διαπραγμάτευση για το μέλλον της Συρίας επιβάλλοντας από το παράθυρο μια ανύπαρκτη «αντιπολίτευση» στο καθεστώς Άσαντ και μέσω αυτής να προσπαθήσει να ελέγξει τις μεταπολεμικές εξελίξεις στη Συρία, παραμερίζοντας τον ίδιο τον Άσαντ, αλλά και τον ρωσοϊρανικό παράγοντα και παίρνοντας μερίδιο από την ανοικοδόμηση, αλλά και από τα ενεργειακά κοιτάσματα και τους αγωγούς.
Δεν πρέπει να περάσει καθόλου απαρατήρητο, ούτε το σχέδιο ψηφίσματος στον ΟΗΕ, που κατέθεσαν από κοινού ΗΠΑ-Μ. Βρετανία και Γαλλία μετά την επίθεση, που μιλά για «βιώσιμη» εκεχειρία και που θα καλεί τη συριακή κυβέρνηση να συμμετάσχει με «καλή πίστη»και χωρίς προϋποθέσεις σε «ενδοσυριακές» διαπραγματεύσεις. Ούτε η δήλωση της Μέι ότι τώρα είναι η ώρα της διπλωματίας. Ούτε βέβαια πρέπει να διαφύγουν την προσοχή οι συνομιλίες που ξεκινούν από Δευτέρα -και με τη συμμετοχή της Γερμανίας- για την περαιτέρω διαμόρφωση κοινής στάσης των «συμμάχων».
Φυσικά όλα αυτά μπορούν να ισχύουν όσο υπάρχουν ακόμα ενεργοί θύλακες των «αντικαθεστωτικών» ανταρτών μέσα στο έδαφος της Συρίας. Εάν αυτοί εξαλειφθούν, δεν τίθεται θέμα εκεχειρίας, η οποία θα έχει επέλθει από μόνη της, και τότε παύει να έχει νόημα η οποιαδήποτε «διαπραγμάτευση» για το μέλλον της Συρίας με ενεργό συμμετοχή της «Δύσης».
Σε κάθε περίπτωση ο Άσαντ, έχοντας βγει αλώβητος κι ενισχυμένος μετά από επτά χρόνια αιματηρού πολέμου, δεν έχει κανένα λόγο να προσέλθει σε οποιαδήποτε διαπραγμάτευση με τους «αντάρτες» μέσα στα πόδια του. Γι’ αυτό το πιθανότερο είναι, οι εξελίξεις να τρέξουν παράλληλα, σε μια προσπάθεια του ποιος θα κόψει πρώτος το νήμα.
Έτσι, η τελική σύγκρουση με επίκεντρο το Ιντλίμπ καθίσταται σχεδόν αναπόφευκτη, με καθοριστικό το ρόλο του ρωσικού παράγοντα και το κατά πόσο διατεθειμένος είναι αυτός να συνδιαλλαχθεί παρασκηνιακά, διασφαλίζοντας μόνον ένα ελάχιστο «κέρδος» για τον Άσαντ κι αυτό ενδεχομένως αμφιλεγόμενο σε βάθος χρόνου. Ωστόσο δεν πρέπει να θεωρείται ο Πούτιν τόσο αφελής. Μπορεί να μην επιθυμεί την ολοκληρωτική «εξόντωση» του αντιπάλου, αλλά όχι να έχει «ρουά ματ» και να επιτρέψει οικειοθελώς να αντιστραφούν οι όροι.