Σε τρία χρόνια από σήμερα, ανήμερα της 25 Μαρτίου 2021, συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από την έναρξη της επανάστασης των Ελλήνων.
Το γεγονός είναι από μόνο του κομβικής σημασίας και δε χρειάζεται κανενός είδους επίφαση για να οιστρηλατηθεί ο λαός, που έτσι κι αλλιώς πετάει τη σκούφια του για γιορτές και πανηγύρια, ώστε να συνεορτάσει παρέα με τους προύχοντες.
Ο επόμενος πρόεδρος της Δημοκρατίας, κάποιος ονόματι Χ, και ο επόμενος πρόεδρος της κυβέρνησης, πιθανότατα κάποιος Κ, θα δεξιωθούν την πολιτική και οικονομική ελίτ της χώρας καθώς και τους θεσμικούς παράγοντες και τους υψηλούς προσκεκλημένους και θα παραστούν σε πλήθος εκδηλώσεων αφιερωμένων στον αυθόρμητο ξεσηκωμό του γένους.
Κοινή επωδός σ’ όλες τις ομιλίες θα είναι η αναφορά στη θυσία. Η θυσία για την υπεράσπιση της Ελευθερίας, η θυσία για την διασφάλιση της ανεξαρτησίας, η θυσία για την κατοχύρωση της κυριαρχίας, η θυσία για την υπεράσπιση της δημοκρατίας.
Θα μιλήσουν για τον απλό λαό που έδωσε τη ζωή του για την πατρίδα, για τους αστούς της εποχής που ενίσχυσαν την επανάσταση.
Θα εξάρουν το ομόθυμον, θα κομπλιμεντάρουν τους απ’ έξω μιλώντας για τον φιλελληνισμό και θα προτείνουν έτοιμο, φτιασιδωμένο το εγχείρημα του ‘21 ως πατριωτικό, εθνικό και πολιτιστικό υπόδειγμα για τις επόμενες γενιές.
Είναι λογικό. Έτσι συμβαίνει σ’ όλα τα μνημόσυνα.
Κι είναι λογικό επίσης, γιατί σε τούτην εδώ τη χώρα, τη χώρα του «ό, τι δηλώσεις είσαι», έχει χαθεί η βαθιά στημονική σχέση που συνδέει τα λόγια με την πράξη. Κι έχει χαθεί, κατ’ επέκταση, και κάθε αξίωση αυτός που μιλάει να ‘χει κερδίσει με τις πράξεις του το δικαίωμά του να λέει αυτά που λέει.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο της χυδαιότητας, της αμετροέπειας και της σκανδαλώδους υποκρισίας οι άνθρωποι που απέναντι στις δύσκολες στιγμές της εποχής πήραν το μπόι μυρμηγκιού θα δικαιώσουν τον Ρήγα, θα εξάρουν το ανάστημα του Κολοκοτρώνη, του Καραϊσκάκη, του Μπότσαρη, του Μιαούλη και του Παπαφλέσσα.
Οι άνθρωποι που κατέκλεψαν τη χώρα κι έπειτα θυσίασαν ένα λαό στο όνομα του πολιτικού ρεαλισμού (ομολογούν πια οι πάντες το έγκλημα που διαπράττεται) θα τιμήσουν τον ανώνυμο αγωνιστή της επανάστασης.
Οι τολμητίες της πλάκας που βρέθηκαν να διαχειρίζονται την τύχη του λαού στη μεγαλύτερη πολιτικοκοινωνική κρίση μετά τον εμφύλιο και που βγήκαν αλώβητοι, αν όχι ισχυρότεροι, θα ‘χουν το θράσος, με ξετσίπωτο διδακτισμό, να πουν στους Έλληνες να αντέχουν στις θυσίες.
Δεν είναι ν’ απορεί, όμως, κανείς. Δεν είναι ν’ απορεί που η επανάσταση θα αποτελέσει τον φερετζέ ενός πολιτικού συστήματος που, από την απελευθέρωση και μετά, ελάχιστες φορές τόλμησε να υπερβεί τον παρασιτισμό και τη χαμέρπεια που το διακρίνει και να μιλήσει αληθινά, πληρώνοντας το κόστος.
Το Σολωμικό «Εθνικόν το αληθές…» έγινε σύνθημα στα χείλη τους μόνο όταν ως αλήθεια αναγνώριζαν το συμφέρον της κάστας.
Γι’ αυτό και τολμούν τώρα, γι’ αυτό και θα τολμήσουν σε τρία χρόνια να παραστήσουν τους δικαιωμένους εθναμύντορες. Κι ίσως να κάνουν τη γελοία όσο και φρικώδη σύγκριση των θυσιών του 1821 με αυτές του 2021.
Και το οξύμωρο είναι πως θ’ ακούσουν και τότε τα ζήτω και τα μπράβο. Θα καρπωθούν και πάλι την εμπιστοσύνη ενός λαού που τον έμαθαν να βαυκαλίζεται με μύθους και να ξεχνιέται με υποσχέσεις.
Σπέρνουν το ψέμα πάνω στη γη της λήθης χρόνια τώρα. Τόσο που ως λαός έχουμε αποκτήσει δυσανεξία στην αλήθεια.
Τόσο που έπρεπε να περάσουν διακόσια χρόνια για ν’ αρχίσουν να συζητούνται οι μικροί και μεγάλοι μύθοι που, όχι αθώα πάντως, συσκοτίζουν πτυχές της επανάστασης.
Κι όλα αυτά βέβαια γιατί η εθνική αλήθεια έπρεπε να συμβαδίσει με την αλήθεια των θεσμικών διαχειριστών της χώρας.
Δεν τολμήσαμε επί διακόσια χρόνια να πούμε το παραμικρό για τη στάση της εκκλησίας που, από το 1797, ακόμη με εγκύκλιο της Ιεράς συνόδου του Πατριαρχείου, δήλωνε πως «...η σημερινή κατάσταση του Ελληνισμού, η δουλεία, είναι θέλημα Θεού....», αντίθετα, στοιχηθήκαμε πίσω από το μύθο της Αγίας Λαύρας.
Δε μιλήσαμε για τη χρηματοδότηση του αγώνα από τους Έλληνες κεφαλαιούχους της εποχής, πολλοί απ’ τους οποίους, ως επένδυση, χρηματοδοτούσαν τις μάχες παίρνοντας και το ρίσκο της χασούρας. Ούτε και είδαμε πως οι αγωνιστές αμείβονταν για το χρόνο της μάχης και το άλογό τους (σαφώς και δεν ήταν μισθοφόροι) από τον κεφαλαιούχο που έδινε λογαριασμό στην κεντρική διοίκηση. Αντίθετα, μάθαμε μόνο για τον πόθο της λευτεριάς, πως ήταν η μοναδική κινητήριος δύναμη της ιστορίας.
Δεν πληροφορηθήκαμε πως οπλαρχηγός γινόταν αυτός που είχε τα κεφάλαια. Αντίθετα, μας αρκούσε να σκεφτόμαστε ότι αξιώνεται αυτή τη θέση απ’ την ανδρεία του.
Δεν μπήκαμε στον κόπο να κατανοήσουμε τις βιαιότητες των Ελλήνων επαναστατών, αντίθετα, προτιμήσαμε να τις διαγράψουμε ως εθνικά επιζήμιες.
Δεν εξηγήσαμε ότι ο Ρήγας κι ο Κοραής είχαν άλλα πράγματα στο νου τους και πως η όμορφη εικόνα που τους θέλει να ανορθώνουν την Ελλάδα δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας «εθνικά αναγκαίος μύθος».
Δεν κάναμε λόγο για τη διπλωματία και τον Μαυροκορδάτο και πώς συνέβαλαν στην τελική νίκη παρά λέμε και ξαναλέμε πως η επανάσταση κερδήθηκε μόνο με το ντουφέκι.
Δεν μπήκαμε ποτέ στον κόπο να δούμε τον χαρακτήρα των δύο εμφύλιων πολέμων που συνέβησαν μέσα στην επανάσταση.
Δεν είπαμε πολλά για το ’21 και, με τον ίδιο τρόπο και για τους ίδιους λόγους, δεν είπαμε τίποτα κι αργότερα για τους δωσίλογους και τους ταγματασφαλίτες που επιβίωσαν και δοξάστηκαν στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Διακόσια χρόνια πορευθήκαμε με στρογγυλεμένες αλήθειες, με αυτάρεσκους μύθους και με μια «Ιστορία» χειραγωγημένη απόλυτα από μια ελίτ που ταύτιζε το πράγματι «Αληθές» με το εθνοπροδοτικό.
Διακόσια χρόνια τώρα δε μάθαμε ν’ αντλούμε δύναμη απ’ την αλήθεια και την υπέρβαση του τραύματος.
Πάνω σ’ αυτό το στρώμα της λήθης και της αδαούς αυταρέσκειας θα ‘ρθει ο (Χ) μικρομέγαλος σε τρία χρόνια να γράψει το δικό του ‘21. Να παραστήσει αυτός τον Κολοκοτρώνη της εποχής και να μας πει πως, η ληστεία του λαού, που αυτός τη λέει θυσία, έπιασε τόπο.
Θα ‘ναι ένα πανηγύρι για ανίδεους. Ταρατατζούμ χωρίς αλήθεια. Άλλοθι και σκαλί για νέους μύθους. Να, σαν αυτόν που ακούγεται στεντορίως τελευταία: Πως περάσαμε την κρίση με την κοινωνία όρθια.
Τελικά, ας το πούμε ευθέως, μέρες που ‘ναι: Αγώνας για Ελευθερία δίχως αγώνα για Δικαιοσύνη και Αλήθεια δεν υπάρχει.
Γι’ αυτό και τα καλοαναθρεμμένα μπουμπούκια της ελίτ που παριστάνουν τους πρωθυπουργούς, στη μάχη αυτή, γίνονται πάντα λιποτάκτες.