Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών καθώς και η εμφάνιση της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας αποτέλεσαν τους θεμέλιους λίθους, ώστε να σχηματισθεί η δικαστική ανεξαρτησία ως αρχή του δικαίου, προστατευόμενη σήμερα με το άρθρο 87 του ισχύοντος ελληνικού Συντάγματος, που κηρύσσει την ανεξαρτησία των δικαιοδοτικών οργάνων. Είναι όμως πράγματι ανεξάρτητη η Δικαιοσύνη σήμερα;
Αρνητική σίγουρα θα ήταν η απάντηση του μέσου Έλληνα πολίτη. Το ζοφερό κλίμα των σφοδρότατων αντιπαραθέσεων της κυβέρνησης με τη δικαιοσύνη οδήγησε αιτιακά σε αυτό το κλίμα ανασφάλειας. Βιώνουμε χαλεπούς καιρούς όπου το κοινό αίσθημα δικαιοσύνης έχει διαιρεθεί σε «στρατόπεδα» και η εμπιστοσύνη των πολιτών στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία εξατμίζεται, τραυματίζοντας ανεπανόρθωτα το Κράτος Δικαίου.
Η ανεξαρτησία των δικαστών από την εκτελεστική εξουσία θα έπρεπε να αποκλείει κάθε ιεραρχικό έλεγχο, προληπτικό ή κατασταλτικό, διοικητικού οργάνου πάνω στους δικαστές κατά την άσκηση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων και στα δικαστήρια ως δικαιοδοτικών οργάνων.
Οι προσπάθειες, όμως, παρέμβασης της εκτελεστικής εξουσίας στην απονομή της δικαιοσύνης αποτελούν λογικό επόμενο ενός παρωχημένου πολιτικού συστήματος, με εξουθενωτικά βραδύρρυθμες διαρθρωτικές αλλαγές, χωρίς την αντίστοιχα εκσυγχρονισμένη οργανωτική δομή, ώστε να υπάρχει επαρκής έλεγχος των παράτυπων αυτών προσπαθειών. Με μία ελληνική κοινωνία σε πλήρη αναστάτωση και εν μέσω οικονομικής κατάρρευσης της χώρας, θα έλεγε κανείς ότι είναι ιδανικές οι συνθήκες για να ευδοκιμήσουν τέτοιες παρεμβάσεις, αφού τα βλέμματα είναι στραμμένα προς πολλές κατευθύνσεις – ή μάλλον «μέτωπα» – που πλήττουν την ανεξαρτησία των εξουσιών.
Αλλά και σε θεσμικό επίπεδο, ο νομοθέτης έχει αφήσει περιθώρια παρέμβασης στη δικαιοσύνη και νόθευσης της λειτουργικής ανεξαρτησίας αυτής. Κατά το άρθρο 90 §5 του Συντάγματος: «προαγωγές στις θέσεις του προέδρου και του αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου ενεργούνται με προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου». Πώς είναι δυνατόν να αναζητούμε λοιπόν την θεσμική ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, όταν δεν είναι στο χέρι των δικαστικών λειτουργών να εκλέξουν τα ανώτατα στελέχη τους; Όταν εκείνοι που ηγούνται του Δικαστικού Σώματος και διαμορφώνουν με αποφασιστικό τρόπο την κατεύθυνση της δικαιοσύνης προάγονται μετά από υπόδειξη της εκάστοτε κυβέρνησης;
Από την άλλη μεριά, εξίσου σημαντικό πρόβλημα είναι και το ίδιο το μοντέλο οργάνωσης της δικαιοσύνης, το οποίο είναι παρωχημένο και οι διαδικασίες εκσυγχρονισμού του ή εξωραϊσμού του είναι δύσκολο να βελτιώσουν τη βιωσιμότητα και τη λειτουργικότητα του συστήματος. Για να αλλάξει το τοπίο και να εξυγιανθεί ο θεσμικός ρόλος της δικαιοσύνης, θα πρέπει να συσπειρωθεί το Δικαστικό Σώμα και με το θάρρος και την παρρησία, που από τα αρχαία χρόνια απαντώνται σε αυτόν τον τόπο, να απωθήσει κάθε δόλια προσπάθεια, κάθε παρεμβατική συμπεριφορά, με εκκωφαντικό τρόπο, ώστε να αποκτήσει και πάλι το λαϊκό έρεισμα.
Είναι αυτονόητο δε, ότι τόσο η ερμηνεία όσο και η εφαρμογή του Νόμου λαμβάνουν χώρα εντός ενός συγκεκριμένου κοινωνικού πλαισίου που διαπνέει την εκάστοτε εποχή. Κατά συνέπεια είναι εξίσου αυτονόητο ότι οι εκπρόσωποι της δικαστικής εξουσίας θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψιν τις συνθήκες αυτές, όταν καλούνται να δικαιοδοτήσουν, γιατί μόνο έτσι μπορεί η δικαιοσύνη να εκπληρώσει το ρόλο της με κοινωνική συνείδηση και ευαισθησία. Η διάκριση ωστόσο μεταξύ νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας, όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος, παραμένει η μόνη ρυθμιστική αρχή ενός κράτους που δύναται να θωρακίσει με τον ασφαλέστερο τρόπο το δημοκρατικό πολίτευμα που αρμόζει σε μια ευνομούμενη και κοινωνικά προηγμένη κοινωνία.