Απόγονος του Μιαούλη του Πυρπολητή και συνάμα μία από τις πλέον «καταραμένες» μορφές της ελληνικής ποίησης. Γεννήθηκε στον Πόρο στις 27.2.1922 και έζησε την μποέμικη ζωή του σε όλες τις εκφάνσεις της. Έγραψε, ερωτεύτηκε, αγάπησε, πόνεσε, έκλαψε και κυρίως αυτοσαρκάστηκε όσο λίγοι. Άφησε πίσω του ανατρεπτική ποίηση και ξεχωριστά δοκίμια που θεωρήθηκαν από την κριτική σκέψη ως «ιερά αιρετικά γραπτά». Αρνήθηκε το όνομα του προπάππου του Μιαούλη, το οποίο μετέτρεψε σε Άνθιμο, για να μην του ανοίγουν εύκολα οι πόρτες, καθώς επεδίωκε την αυτοβεβαίωση παρά την προερχόμενη απ’ τους τρίτους επιβεβαίωση.
Το έτος 1997, με μηδαμινή όραση εξ αιτίας σταδιακής τύφλωσης, αποφάσισε με συνειδητή επιλογή, να εγκαταλείψει την οικογενειακή θαλπωρή και την άνεση του σπιτιού του και να προετοιμάσει το θάνατό του στο Γηροκομείο Μοσχάτου. Για μερικούς μήνες και μέχρι να τακτοποιηθεί στο κελί του ησυχασμού του, φιλοξενήθηκε στη μονοκατοικία ενός εκ των μεγαλυτέρων κριτικών λογοτεχνίας, του Γιάννη Χατζίνη, την οποία μετά το θάνατό του είχε παραχωρήσει ο γαμπρός του, ποιητής και δικηγόρος Γιάννης Πετριτάκης, στο Κέντρο Μελέτης Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Εκεί με τη φροντίδα σύγχρονων ποιητών, ο Άνθιμος έγραφε ακατάπαυστα και μιλούσε με την ψευδή φωνή του σ’ ένα ακροατήριο επιλεγμένο, να κατέχει την τέχνη του διαλόγου και τη γνώση γύρω από τη γαλλική διανόηση. Λάτρευε τον Ρεμπώ, τον Βερλαίν, τον Μποντλέρ, τον Βολταίρο, ενώ παράλληλα πίστευε πως ήταν τυχοδιώκτες και μεγάλα καθάρματα.
Ο ίδιος είχε πολυκύμαντη ζωή από μικρή ηλικία. Κατά την Κατοχή εντάχθηκε στις ομάδες αντίστασης και συνεργάστηκε με τα εκδιδόμενα εκείνο τον καιρό παράνομα έντυπα. Το 1957 εκδίδει το φιλολογικό περιοδικό «Ο Δρόμος» και το 1961 την πρώτη του ποιητική συλλογή «7 ποιητικά αμαρτήματα». Ακολουθούν οι συλλογές «Όχι άλλο αίμα» 1967, «Αντιστροφή» 1969, «Αππία» 1969, (της οποίας η χούντα απαγόρευσε την έκδοση), «Εκφορά» 1970, «6 επιστολές» 1971, «Το πέμπτο σημείο του ορίζοντα» 1982, «40-1 και τρισυπόστατα» 1984, «LIBIDO» 1984, «Θανάτου» 1985, «Επανατένιση» 1985, «Αντισαρδόνια» 1986, «Αποκαθήλωση» 1988, «Ιούδας αιώνας» 1989, «Αιτίες και Μνήμες» 1990. Υπήρξε μέλος του Ομίλου Απογόνων Αγωνιστών 1821, της Εθνολογικής και Ιστορικής Εταιρείας Ελλάδος και της Αστροναυτικής Εταιρείας Ελλάδος. Ήταν επίσης μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, απ’ την οποία με επιστολή του παραιτήθηκε.
Στα ξακουστά καφέ της Αθήνας, όπως ήταν το Brazil, του Απότσου του Λουμίδη, συναντούσε ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών, διατηρώντας ιδιαίτερη φιλία με τον Μενέλαο Λουντέμη, τον Νίκο Καρούζο, τον Μάριο Βαγιάνο, τον Σωτήρη Σκίπη, τον Γιάννη Γρυπάρη, τη Σοφία Μαυροειδή, τον Γιώργο Κατσίμπαλη και άλλους πολλούς. Έπινε όμως ούζο και με τον Ωνάση στου Απότσου αλλά και με ανθρώπους που ανήκαν στο πλούσιο αστικό κατεστημένο, δίχως να απεμπολήσει την παρακάτω θέση του: «Το χρήμα φθείρει συνειδήσεις ενώ η έλλειψή του διαμορφώνει». Έζησε την κραιπάλη στη Γαλλία και όπου αλλού ταξίδεψε, θέτοντας πάνω απ όλα, τον παρόντα χρόνο και την ποίηση, την οποία λάτρευε σε βαθμό πάθους. Ο κριτικός Ανδρέας Καραντώνης έγραψε γι αυτόν πως «είναι μία από τις κορυφαίες ποιητικές προσωπικότητες», ενώ ο αυστηρός Ρένος Αποστολίδης του προλόγισε τη συλλογή του, «Του θανάτου», ως εξής: « Η καλύτερη ποίηση του καιρού μας δεν είναι λυρικά τραγούδια. Η κορυφαία όλων των καιρών είναι Σκέψη που μελωδεί σαν του Άνθιμου, ο οποίος ανέβηκε μόνος του από απόγονος του μεγάλου ναυμάχου στο Εγώ. Αν αυτό που μας προσφέρει δεν είναι ποίηση, τότε τι είναι;».
Πολλοί ζωγράφοι και γλύπτες εμπνεύσθηκαν απ’ τα έργα του και δημιούργησαν καλλιτεχνήματα στο Παρίσι, τη Ρώμη και την Ελλάδα. Στο Γηροκομείο του Μοσχάτου όταν εισήχθη ήταν καθολικά τυφλός. Ο φίλος του συγγραφέας Ντίνος Παναγιωτόπουλος διηγείται για την τότε κατάστασή του: «Μετά από δύο γάμους και κάμποσα παιδιά, ο Άνθιμος κλείστηκε στον εαυτό του. Θύμιζε τον Όμηρο η επιβλητική του φιγούρα και όλη την ώρα απήγγειλε την ποίησή του. Κάποιος γέροντας με τον οποίο μοιράζονταν το ίδιο δωμάτιο, ανέλαβε να γράφει τις εμπνεύσεις του, καθότι ο ίδιος αδυνατούσε να γράψει λόγω της τύφλωσης που του είχε επιφέρει ο διαβήτης. Λάτρευε τον έρωτα, το ποτό, τη χαρτοπαιξία και τις συζητήσεις. Όσο για την ποίηση, την αποκαλούσε “ιερά μανία”, και όταν σε μια συντροφιά δεν επικοινωνούσε, αποχωρούσε διακριτικά με τη φράση: “Πάω εκεί που οι κότες γεννούν αυγά”. Η Μελίνα Μερκούρη του έδωσε τιμητική σύνταξη αλλά οι τιμές ούτε που τον απασχολούσαν. Ήταν ένας βαθειά αναρχικός ποιητής και συνάμα βουτηγμένος στις ενοχές του».
Όσο διαμένει στο Γηροκομείο ακούει διαρκώς την ενάτη συμφωνία του Μπετόβεν και ειδήσεις απ’ το ραδιόφωνο ώστε να ενημερώνεται για τον έξω κόσμο. Ακόμα και μέσα στον καταθλιπτικό χώρο του εγκλεισμού του, βρίσκει η ψυχή του τη δύναμη και ερωτεύεται την Αιμιλία Κωστοπούλου, μια γυναίκα που τον λάτρεψε δίχως να αγγίξει ο ένας τον άλλο, πέρα από ένα φιλί στο μάγουλο. Η γυναίκα αυτή, αγωνίστρια της δημοκρατίας, έχοντας βιώσει τι σημαίνει φυλακή στα μπουντρούμια του Αβέρωφ παρέα με την Έλλη Παππά και άλλες γυναίκες, καταλαβαίνει τη δύναμη που χρειάζεται κάποιος να αναμετρηθεί με τον εαυτό του και αποφασίζει να γίνει ο ίσκιος του. Αλληλογραφούν καθημερινά με τη συνδρομή φίλων και λίγες μέρες πριν πεθάνει ο αναρχικός ποιητής, την καλεί να εκδώσει την μεταξύ τους αλληλογραφία σε βιβλίο, με τίτλο «Γράμματα στην Αιμιλία». Η τιμή για τον γράφοντα μεγάλη, καθότι η εντολή του είναι σαφής: Δώσε τα στο Γρηγόρη να τα βγάλει, Αιμιλία». Έχει έρθει η ώρα που ο εβδομηντάχρονος απόγονος του Μιαούλη ετοιμάζεται να διασταυρωθεί με τον Θεό του. Αρνείται να φάει και καταρρέει. Τον μεταφέρουν στο Τζάνειο αλλά κι εκεί συνεχίζει να λέει σε όλους, «φεύγω». Όταν τον επισκέπτομαι και τον ρωτώ «τι αλλάζεις απ’ όσα πιστεύεις τούτη δω την ώρα;», αυτός μου απαντά με πείσμα: «Τίποτα». Αναχωρεί μ’ ένα πικρό χαμόγελο στα χείλη, στις 23 Απριλίου 1999.
«Η κόντρα Θεού και Δαίμονα είναι μια διελκυστίνδα ανυπόφορη στη ζωή μου» έλεγε τα βράδια στου Χατζίνη το σαλόνι. Χαρακτηριστικό άλλωστε το ποίημά του γύρω απ’ την υπόθεση αυτή:
«Την ποίησή μου / τη γράφει ο Θεός / βουτώντας την πένα του / στο μελανοδοχείο του Δαίμονα».
Έχει φροντίσει, καιρό πριν φύγει, να ενημερώσει τους φίλους του πως θέλει στο ξόδι του να ακουστεί ο παρακάτω στίχος του και η επιθυμία του πραγματώνεται την ημέρα της ταφής του.
Όταν σταθεί / η καρδιά μου, / θάψτε μαζί μου / στο ίδιο λαγούμι, / έναν αναρχικό / και μια πόρνη / για νάχω μια άξια/ συντροφιά, / στο μακρινό μου / ταξίδι.
Η βαθειά του μόρφωση γύρω από τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, αλλά και η ποιητική του δεινότητα και γνώση, τον κατέταξαν σε έναν από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές. Αυτή η τραγική μορφή της ποίησης, είχε προετοιμαστεί κατάλληλα για το εκούσιο φευγιό του, κάτι που αποκαλύπτει η παρακάτω εναρμόνισή του με το θάνατο:
Στα νιάτα μου / αμέτρητες νυχτιές / σεργιάνισα ανάμεσα στα μνήματα / για να συνηθίσει η ψυχή μου / μέσα σ’ αυτή την πολύλογη ησυχία.