Συμπληρώνονται σήμερα 20 χρόνια από τις τρομοκρατικές επιθέσεις στους Δίδυμους Πύργους και στο Πεντάγωνο. Τότε, οι ΗΠΑ του Μπους απάντησαν με πολεμικές επιθέσεις, ακραία συρρίκνωση δικαιωμάτων και ελευθεριών και με το δόγμα «Όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας». Οι επιθετικές πολεμικές ενέργειές τους, ο ακραίος μιλιταρισμός και η προσπάθεια νομιμοποίησης βαρύτατων παρεκκλίσεων από τις εγγυήσεις του κράτους δικαίου, παρεκκλίσεων τις οποίες επέβαλαν και μέσω του Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., άλλαξαν το χαρακτήρα των διεθνών σχέσεων και καθιέρωσαν την βία και την ωμή παραβίαση του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως δήθεν εγγύηση της εθνικής και διεθνούς ασφάλειας. Το κολαστήριο του Γκουαντάναμο και οι φρικαλεότητες του Άμπου Γκράιμπ υπήρξαν τα πιο κραυγαλέα παραδείγματα της ευρύτερης εξάπλωσης της βίας και της συρρίκνωσης της δημοκρατίας και των ελευθεριών από το Δυτικό κόσμο. Η εξάπλωση του ακραίου μιλιταρισμού μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001 υπήρξε καθοριστική στη νομιμοποίηση της βίας και του αυταρχισμού.
Όπως πολλοί και τότε προειδοποιούσαν, το δόγμα του «διαρκούς πολέμου» που κήρυξαν το 2001 ο Μπους και οι συνεργάτες του, έφερε την πλήρη καταστροφή σε ήδη βαριά δοκιμασμένες χώρες όπως το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Η πολιτική αυτή διέλυσε επιπλέον κάθε προοπτική ειρήνευσης στη Μέση Ανατολή μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων και γέννησε το έκτρωμα του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ, που, μετά το 2011, επεκτάθηκε στη Συρία. Σε μεγάλο βαθμό, οι εξελίξεις αυτές συνέβαλαν και στη στροφή του Ερντογάν προς μια πιο επιθετική ισλαμιστική πολιτική, που ανταγωνίζεται τη Δύση, με τις γνωστές και πολλαπλές απειλές κατά της Ελλάδας και της Κύπρου και τις επιδεικτικές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου.
20 χρόνια μετά, και μετά την πρόσφατη αποχώρηση των Αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, είναι επιβεβλημένο να υπάρξει απολογισμός και λογοδοσία για αυτήν την καταστροφική πολιτική, που τότε εξαγγέλθηκε ως επιβεβλημένη απάντηση στην τρομοκρατία και ως δήθεν υπεράσπιση της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά αποδείχθηκε κούφια και βαθιά υποκριτική. Το Ιράκ, μετά το θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων από την Αγγλοαμερικανική εισβολή του 2003 και τη μετέπειτα αμερικανική κατοχή, παραμένει ως σήμερα μια άκρως επικίνδυνη χώρα, δίχως ανεξαρτησία, ενότητα και προοπτική ευημερίας. Το Αφγανιστάν, όπου 240.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους λόγω της αμερικανικής εισβολής του 2001 και της μετέπειτα κατοχής, επανήλθε στα τέλη Αυγούστου στο ίδιο ακριβώς σημείο που βρισκόταν πριν την εισβολή. Με την άτακτη και κακοσχεδιασμένη απόσυρση των στρατευμάτων κατοχής, η χώρα παραδόθηκε ξανά στο ολοκληρωτικό καθεστώς των Ταλιμπάν, που το 1996-2001 σκόρπισε το φόβο και τη φρίκη σε γυναίκες και παιδιά και ταυτίστηκε με τους τρομοκράτες της Αλ-Κάιντα. Μετά από 20 χρόνια στρατιωτικής κυριαρχίας, συμμαχικών αποστολών, «μεταρρυθμίσεων», «μεγάλων επενδύσεων» και ακραίας αντι-ισλαμιστικής καταστολής, το αποτέλεσμα είναι μηδενικό και η ιδιοτέλεια των δυνάμεων κατοχής εξοργιστική: έχοντας ξοδέψει περισσότερα χρήματα από όσα θα ήθελαν, αποσύρθηκαν κυνικά, εγκαταλείποντας στο έλεος των Ταλιμπάν ανθρώπους απεγνωσμένους, που μάταια προσπαθούσαν να διαφύγουν απ’τη χώρα. Ανθρώπους, που είχαν την ευθύνη να τους προστατεύσουν και που πια τους παραδίδουν στον αναπόδραστο θάνατο, την δυστυχία και την προσφυγιά.
Όσο για το διεθνές δίκτυο της Αλ-Κάιντα, όχι μόνο δεν ξεριζώθηκε, αλλά ενισχύθηκε σημαντικά με εκτεταμένη παρουσία στο Ιράκ, τη Συρία, τη Λιβύη, την Υεμένη, την Αίγυπτο, το Πακιστάν και το Αφγανιστάν. Με άλλα λόγια, το «δόγμα Μπους» και οι μετέπειτα παραλλαγές του άφησαν παντού ερείπια, δικτατορίες, εμφυλίους και αυξημένη βία και τρομοκρατία.
Σήμερα, 20 χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, είναι σημαντικό να αναλογιστούμε το μέγεθος της δυστυχίας, της αποτυχίας και της διεθνούς ανασφάλειας που προκάλεσε η πολεμοχαρής απάντηση των ΗΠΑ στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και συνολικά η πολιτική του λεγόμενου «Πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Ο κόσμος όχι μόνο δεν έγινε ασφαλέστερος, αλλά απώλεσε, στον βωμό της πάταξης, υποτίθεται, της τρομοκρατίας, πολύτιμες ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εγγυήσεις ελευθερίας και πραγματικής ασφάλειας.
Παρά τις αντιδράσεις των ελλήνων πολιτών σε αυτές τις πολιτικές, οι Ελληνικές Κυβερνήσεις διαχρονικά απέφυγαν να πάρουν ξεκάθαρη θέση ενάντια στους επιθετικούς πολέμους, τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τη συρρίκνωση των εγγυήσεων του κράτους δικαίου, για να μην κακοκαρδίσουν τις Κυβερνήσεις των ΗΠΑ. Έτσι, όμως, αποδυνάμωναν και αποδυναμώνουν τα επιχειρήματα της Ελλάδας για την θωράκιση της διεθνούς της θέσης και των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και, τελικά, συμβάλλουν στην επίταση της ανασφάλειας και της αστάθειας στην περιοχή μας.
Είναι ολοφάνερα επιβεβλημένο η Ελλάδα να αποστασιοποιείται καθαρά από τις πολιτικές αυτές και να τολμά με δημόσιες δηλώσεις και με πράξεις να τις καταδικάζει. Να ξαναγίνει μια ανεξάρτητη χώρα, ικανή να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο για τη σταθερότητα, την ειρήνη και την πολυμερή διεθνή συνεργασία, σε περιφερειακό, αλλά και ευρύ διεθνές επίπεδο. Αυτή η προοπτική ξεκινά από την αποκατάσταση των αρχών του Διεθνούς Δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ως απαραβίαστης βάσης για τη χάραξη μιας αξιόπιστης και αποτελεσματικής εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα, λόγω της ιστορίας της, των παραδόσεων και του πολιτισμού της, οφείλει ξανά να αγωνιστεί για να την Ειρήνη, στη βάση του διεθνούς δικαίου και με επίκεντρο τον Άνθρωπο. Να μην μείνει παρατηρητής των εξελίξεων που κατακλύζουν τα διεθνή δίκτυα ως «σημεία των καιρών», να μην αρκεστεί σε στερεότυπες παρατηρήσεις, ούτε να διολισθήσει σε έμφοβες και ξενόφοβες αντιδράσεις, αλλά να γίνει ξανά διαμορφωτής της Ιστορίας, πρέσβειρα της Ελευθερίας και της Δημοκρατίας.