Σαν να μην έγινε τίποτα, σαν να μην χρεοκόπησε η χώρα, λες και δεν πέρασαν τρία θηριώδη μνημόνια πάνω στις πλάτες του πληθυσμού, ο πολιτικός διάλογος για τα μείζονα και ουσιώδη πλατσουρίζει στο απόνερα της εθνικής παραλυσίας. Υπάρχουν φυσικά εξηγήσεις, τα πάντα εξηγούνται στη μικρή μας πατρίδα, συμπεριλαμβανομένου του ιστορικού ερωτήματος αναφορικά με το ποιος την κυβερνά: απαντήθηκε δραματικά με την υπαγωγή στη διεθνή εποπτεία. Εξηγείται π.χ. η ελαχιστοποίηση της παραγωγής πολιτικής σκέψης στο εσωτερικό των κομμάτων, ειδικά στην περιοχή του δικομματισμού ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Όπως επίσης, εξηγείται η καθήλωση στα κλισέ της πολικής κενολογίας και του ξύλινου λόγου στη δημόσια σφαίρα, συστατικό γνώρισμα μιας ηγετικής τάξης που βύθισε τον τόπο. Είναι πολύ νωπά άλλωστε όσα συνέβησαν τη δωδεκαετία και βάλε της κρίσης. Ο νοήμων κόσμος, οι εκτός κομματικού πελατολογίου Έλληνες πολίτες, ξέρουν καλά πως τα φαινόμενα πολιτικής ρηχότητας παρατηρούνται κάθε φορά και όποτε απουσιάζουν συγκροτημένοι εθνικοί σχεδιασμοί. Και πως τα συγκεκριμένα φαινόμενα εμπεριέχονται στη βάση άτυπων συμφωνιών, κάτω από το τραπέζι, με κύκλους, κέντρα και παράκεντρα τα οποία επιλέγουν να στηρίζουν επικοινωνιακά πολιτικά πρόσωπα αρεσκείας τους. Αλλά και διαφόρων μηχανισμών (διαθέτει μπόλικους ο τόπος) οι οποίοι με τη σειρά τους προμοτάρουν αυτά τα ‘’εκλεκτά’’ πρόσωπα, επιθυμώντας το προφανές: Tη διατήρηση των προνομίων τους και ‘’διευκολύνσεις’’ σε επιχειρηματικές δραστηριότητες ειδικού ενδιαφέροντος.
Η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Από τις αρχές του ’90, όταν η πολιτική υπό την πίεση της διαπλοκής οπισθοχωρούσε ραγδαία παραχωρώντας διαρκώς έδαφος στα παρασκήνια, η ιλιγγιώδης τροχιά προς τα κάτω, με κατάληξη το άγος των μνημονίων, είχε ουσιαστικά προδιαγραφεί. Οι νέοι παίχτες στη σκηνή (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ) λειτουργώντας περισσότερο σαν χρυσές εφεδρείες ενός συστήματος που κατέρρεε ήλθαν να βάλουν τη δική τους πινελιά, ολοκληρώνοντας τις πλευρές της ύστερης μεταπολιτευτικής ’τριλογίας ‘’ (υπαλληλικό πολιτικό προσωπικό- κρατικοδίαιτα συμφέροντα-ελεγχόμενα ΜΜΕ). Ως αποτέλεσμα, η ηγετική πολιτική τάξη που διέθετε το γενικό πρόσταγμα, αντί της λογοδοσίας, ανασυστάθηκε άρδην και επανήλθε χωρίς να ζητήσει ούτε ένα τυπικό ‘’συγγνώμη’’ από τον Ελληνικό λαό για τα δεινά που προκάλεσε στο σώμα και στην ψυχή της χώρας.
Αναφερόμαστε σε μια πρωτοφανή για δημοκρατικό κράτος ολική επαναφορά του πιο αποτυχημένου δυναμικού που πέρασε από την Ελλάδα, από το ’74 και έπειτα, τέτοιας ευρύτητας ώστε ο επί χρόνια επιμελώς εξαφανισμένος Κώστας Σημίτης, ο πρωθυπουργός των Ιμίων, του σχεδίου Ανάν, της ‘’Ισχυρής Ελλάδας’’, του Χρηματιστηρίου, κ.ά, εκ των πλέον αντιδημοφιλών πολιτικών προσώπων της μεταπολιτευτικής περιόδου, να ανακάμψει θριαμβικά στα δημόσια πράγματα περίπου ως Νέστορας. Ανασυστήνοντας παράλληλα τον σημιτισμό κεντρικά στο παιχνίδι, όχι ως οργανωμένο κομματικό σχήμα, αλλά ως παγιωμένη αντίληψη πολιτικής διαχείρισης της εθνικής ακινησίας που διαπερνά το μπλοκ του μνημονιακού μονόδρομου ΝΔ,ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ . Εν κατακλείδι, η προαναφερθείσα ‘’τριλογία’’ της παρακμιακής δίνης παρέμεινε άθιχτη, ανέγγιχτη συνεχίζοντας έως τώρα να δρα με ίδιους όρους, μέσα από ίδιους, οικείους και απαράλλακτους μηχανισμούς. Με αλλαγές μόνο προσώπων στη βασική σύνθεση, εξακολουθεί στη δομή να συναπαρτίζεται σταθερά και σε συνέργεια από α)το ανεπαρκές, στην πιο αθώα εκδοχή, συχνά όμως, πολιτικό προσωπικό σχετιζόμενο επαγγελματικά με β) τα αφεντικά του, ενίοτε με διαύλους σε σκοτεινά πρόσωπα της νύχτας και του υποκόσμου και βεβαίως με γ) τμήματα του δημοσιογραφικού κόσμου .
Η Ιστορία διδάσκει. Όπως συνέβαινε στη δεκαετία του ‘90 και στις αρχές του 2000, έτσι και τώρα η υπάρχουσα σκηνή βρίθει πολιτικών κλισέ, κακής αισθητικής, με κερασάκι αψιμαχίες άνευ πολιτικού περιεχομένου, τόσο στη Βουλή όσο και στα τηλεοπτικά πάνελ, αποφεύγοντας προσεκτικά να εισχωρήσει στα πραγματικά μεγάλα προβλήματα και στις προκλήσεις της εποχής μας. Ο διάλογος σχετικά με τα αίτια της μεγάλης κρίσης και της εθνικής υστέρησης δεν άνοιξε ποτέ και ούτε πρόκειται. Ή αναφορικά με τις ραγδαίες τεχνολογικές αλλαγές που συντελούνται στον πλανήτη και στη δομή των κοινωνικών, εργασιακών, διαπροσωπικών σχέσεων. Ή στα περιβαλλοντικά ζητήματα εν μέσω πανδημίας και κλιματικών αλλαγών, κ.α. Παλαιότερα υπήρξαν δυναμικά πολιτικά πρόσωπα με καλές προθέσεις, τα οποία επιχείρησαν να αναδείξουν τα μείζονα ή να συγκρουστούν με κατεστημένα, είδαν, όμως, την καριέρα τους στην πολιτική να τερματίζεται άδοξα. Τα σημερινά μέλη της κεντρικής πολιτικής σκηνής το γνωρίζουν αυτό εξ ου και αποφεύγουν τις ‘’κακοτοπιές’’, επιδιδόμενα σε άχαρες δημόσιες παρεμβάσεις, που αφήνουν αδιάφορο το πλήθος των δημιουργικών Ελλήνων. Του κόσμου εκείνου, δηλαδή, που δεν στοιχήθηκε πίσω από ένοχες εξουσίες και επέλεξε να δίνει εντίμως τον αγώνα της καθημερινότητας. Αυτός ο κόσμος, που όλες οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δείχνουν να αυξάνεται και να παίρνει αποστάσεις, γνωρίζει καλά πως, όταν στα δημόσια πράγματα ευδοκιμούν οι αερολογίες, στα παρασκήνια κάποιοι άλλοι εγχώριοι, εργάζονται με σοβαρότητα και μεθοδικότητα για τα δικά τους συμφέροντα, αγνοώντας πλήρως τις εθνικές προτεραιότητες.