Å×Ù ËÏÃÏ

Å×Ù ËÏÃÏ Å×Ù ËÏÃÏ

γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί ή κάνε κάτι που αξίζει να γραφτεί

Για μια αλλαγή πλεύσης στην εξωτερική πολιτική

Του Αλέξανδρου Καζαμία, Καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Κόβεντρυ

Μέσα στη δεκαετία της κρίσης, όταν η Ελλάδα πάλευε με τα μνημόνια, δύο ιστορικές εξελίξεις που δεν έλαβαν τη δέουσα προσοχή, άλλαξαν το τοπίο της εξωτερικής πολιτικής μας. Η πρώτη ήταν η ανακάλυψη τεράστιων κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην ΑΟΖ του Ισραήλ, των οποίων το 1% καλύπτει την εγχώρια κατανάλωση και το 99% αναζητά αγορές στην Ευρώπη. Ενώ τα πρώτα κοιτάσματα εντοπίστηκαν το 1999, τα κολοσσιαία αποθέματα των πεδίων Λεβιάθαν και Ταμάρ έγιναν γνωστά μετά το 2010. Η δεύτερη εξέλιξη ήταν η ρήξη στις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας για πρώτη φορά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η παράλληλη κατάρρευση του άξονα Τουρκίας-Ισραήλ. Κύριες αιτίες αυτής της αλλαγής ήταν η ισραηλινή επίθεση κατά της τουρκικής νηοπομπής που μετέφερε βοήθεια στη Γάζα το 2010, η εναντίωση του Ερντογάν στις αμερικανικές κυρώσεις κατά του Ιράν και η συμπαράστασή του στα Ισλαμιστικά κινήματα που ανέδειξαν οι επαναστάσεις της Αραβικής Άνοιξης το 2010-11. Συνέπεια αυτής της κρίσης ήταν η εγκατάλειψη της Τουρκίας ως πρώτου προορισμού για την εξαγωγή Ισραηλινού αερίου στην Ευρώπη και η προαγωγή της Κύπρου και της Ελλάδας ως εναλλακτικής οδού.

Το 2013, με την κοντόφθαλμη και υποτελή πολιτική της, η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου καλωσόρισε το κάλεσμα της Ουάσιγκτον να καταστεί η Ελλάδα κομιστής του Ισραηλινού φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Εκτός από την ηθική της διάσταση, που νομιμοποιεί τη βάρβαρη κατοχή των Παλαιστινίων και συνδέει την Ελλάδα με ένα κράτος που παραβιάζει κατάφωρα το Διεθνές Δίκαιο, η διπλωματική στροφή του 2013 αναμενόταν να μας φέρει σε νέα τροχιά σύγκρουσης με την Άγκυρα. Γεωπολιτικά, η συμμαχία με το Ισραήλ, τον κύριο αντίπαλό της στη Μέση Ανατολή, θα δημιουργούσε πολιορκητικό κλοιό γύρω από την Τουρκία εκθέτοντας έτσι την ασφάλεια της Κύπρου και των Δωδεκανήσων σε απρόβλεπτες απειλές. Νομικά, η διέλευση ενός υποθαλάσσιου αεραγωγού από το Ισραήλ στην Κρήτη θα έθετε σοβαρά ζητήματα οριοθέτησης ΑΟΖ, όπου η Τουρκία αναμενόταν να υιοθετήσει προκλητικότερη στάση από ό,τι στο παρελθόν, αφού ο στόχος της τώρα θα ήταν η ματαίωση των σχεδίων του Ισραήλ. Γι’ αυτό, η τότε αξιωματική αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ σωστά καταδίκασε την επίσκεψη Σαμαρά στο Τελ Αβίβ τον Οκτώβριο του 2013 ως «τυχοδιωκτική» και αναφέρθηκε εύστοχα σε «στρατιωτική συνεργασία που εγκυμονεί κινδύνους».

Ενάμιση χρόνο αργότερα όμως, όταν η κυβέρνηση Τσίπρα προετοίμαζε το γ’ μνημόνιο, ο νέος υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, έδινε μια πρόγευση της στροφής 180 μοιρών του ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποιώντας επίσκεψη στο Ισραήλ ανήμερα του Δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015. Έκτοτε, η Ισραηλοποίηση της εξωτερικής μας πολιτικής προχώρησε με ραγδαίους ρυθμούς, πάντοτε σε συντονισμό με την Ουάσιγκτον, αφού οι αμερικανικές ExxonMobil και Noble Energy (που πρόσφατα αγοράστηκε από τον κολοσσό Chevron) κατείχαν τη μερίδα του λέοντος στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων αερίου και πετρελαίου στην Αν. Μεσόγειο. Ταυτόχρονα, για να εξαπατηθεί η κοινή γνώμη, η υποτελής πολιτική των κυβερνήσεων Σαμαρά και Τσίπρα απέναντι στις ΗΠΑ και το Ισραήλ παρουσιαζόταν εντός της χώρας ως μια δήθεν εθνικιστική στροφή σθεναρών διεκδικήσεων από την Τουρκία.

Στην πραγματικότητα όμως, από το 2013 ως σήμερα η Ελλάδα δεν διεκδίκησε απολύτως τίποτα από την Τουρκία το οποίο δεν διεκδικούσε τα προηγούμενα χρόνια της ύφεσης. Ταυτόχρονα όμως, εδώ και επτά χρόνια η Αθήνα βρίσκεται διαρκώς σε αμυντική θέση απέναντι σε αυξημένες τουρκικές προκλήσεις, εκθέτοντας την ασφάλεια του Αιγαίου και της Κύπρου σε υψηλό κίνδυνο διότι, ανοήτως, οι κυβερνήσεις μας έχουν ταυτιστεί με τα σχέδια των ΗΠΑ και του Ισραήλ, δηλαδή των βασικών αντιπάλων του Ερντογάν. Παράλληλα, τα οικονομικά οφέλη για τον ελληνικό λαό είναι μηδαμινά, αφού σχεδόν το 95% της κατ’ επίφαση «δημόσιας» ΔΕΠΑ, που συμμετέχει στην κοινοπραξία του αεραγωγού EastMed, ανήκει είτε σε ξένους επενδυτές είτε στο ΤΑΙΠΕΔ του κ. Σόιμπλε, δηλ. στο αποικιοκρατικό «υπερταμείο» του μνημονίου του ΣΥΡΙΖΑ που εκποιεί την ελληνική δημόσια περιουσία ως το 2114. Ψίχουλα θα είναι και τα έσοδα από τη φορολόγηση της θυγατρικής ExxonMobil Hellas.

Σήμερα, βεβαίως, η άβουλη κυβέρνηση Μητσοτάκη εξακολουθεί την ίδια τυχοδιωκτική πολιτική που καθιέρωσε το δίδυμο Τσίπρα-Κοτζιά το 2015-19. Όπως συνέβη με την (αναμενόμενη) στροφή της ΝΔ στη Συμφωνία των Πρεσπών, έτσι και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανήγγειλε αρχικά μια διόρθωση πολιτικής, με τον κ. Δένδια να δηλώνει μετά τις εκλογές ότι «ο πρωθυπουργός απηύθυνε προς την Τουρκία κλάδο ελαίας». Σύντομα όμως, οι πιέσεις των ΗΠΑ, της Γερμανίας και του Ισραήλ επανέφεραν τον πρωθυπουργό στη γραμμή του μη διαλόγου, ενώ το επιτελείο του άρχισε να αναμασά τα κούφια επιχειρήματα της κυβέρνησης Τσίπρα περί δήθεν «απομόνωσης» του Ερντογάν και στήριξης της Ελλάδας από «ισχυρούς συμμάχους».

Δυστυχώς όμως, αυτοί που χειρίζονται τα λεγόμενα «εθνικά» μας θέματα δεν φαίνεται να έχουν διδαχθεί από την Ιστορία μας ότι η εξάρτηση στο τέλος πληρώνεται ακριβά. Και το 1922 και το 1974, παρόλο που οι μεγάλες δυνάμεις ήταν αρχικά στο πλευρό της Ελλάδας, την κρίσιμη στιγμή μας εγκατέλειψαν. Οι ίδιοι κίνδυνοι, ασφαλώς, ελλοχεύουν και τώρα, όπως φάνηκε από την πολιτική των «ίσων αποστάσεων» των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στις 10 Αυγούστου, όταν το ερευνητικό Oruc Reis έπλευσε 52 μίλια πάνω από την ελληνική υφαλοκρηπίδα συνοδευόμενο από φρεγάτες του τουρκικού πολεμικού ναυτικού.

Ταυτόχρονα, από τις 13 Νεομβρίου 2019, η τάχα «απομονωμένη» Τουρκία κατάφερε να υπογράψει το νομικά έωλο, αλλά γεωστρατηγικά ενοχλητικό Τουρκο-Λιβυικό Μνημόνιο, που διεκδικεί ένα σημαντικό τμήμα ανάμεσα στην ελληνική και κυπριακή ΑΟΖ. Η κίνηση αυτή δεν στρέφεται μόνο κατά της Ελλάδας και της Κύπρου, αλλά και κατά του Ισραήλ, αφού ανακόπτει τον υποθαλάσσιο δρόμο του αεραγωγού EastMed από την Κύπρο στην Κρήτη (κι από εκεί στην υπόλοιπη Ευρώπη). Γι’ αυτό, όσοι μιλούν για «επιτυχίες» της ελληνικής διπλωματίας στον Έβρο και στη στιγμιαία ανάκληση του Oruc Reis στις 21 Ιουλίου, πρέπει να θυμούνται ότι και στις δύο περιπτώσεις τα πράγματα επέστρεψαν (προσωρινά) εκεί που ήταν, ενώ η κυβέρνηση Μητσοτάκη χρεώνεται ως τώρα μια σημαντική υποχώρηση στο θέμα του Τουρκο-Λιβυικού Μνημονίου. Η θλιβερή προσπάθειά της να το ανατρέψει στηρίζοντας το Λίβυο πολέμαρχο Χάφταρ υπέστη δεύτερο πλήγμα όταν ο Ερντογάν έστειλε στρατεύματα στην Τρίπολη αντιστρέφοντας τον Εμφύλιο υπέρ της επίσημης κυβέρνησης Σαράζ.

Την ίδια στιγμή όμως, τόσο η ελληνική κυβέρνηση όσο και σημαντική μερίδα της κοινωνίας ακόμη αντιλαμβάνονται τις ελληνοτουρκικές σχέσεις με τους παραδοσιακούς όρους της προ-2010 εποχής. Έτσι, ελάχιστη έμφαση δίνεται στο δημόσιο διάλογο στο γεγονός ότι, λόγω κυρίως της οικονομικής κρίσης, η εθνική μας κυριαρχία έχει υποστεί τεράστια έκπτωση, με αποτέλεσμα η ελληνική εξωτερική πολιτική να χαράσσεται σχεδόν εξ’ ολοκλήρου από την Ουάσιγκτον και το Βερολίνο. Παρομοίως, έχει γίνει ελάχιστα κατανοητό ότι η κλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο τα τελευταία χρόνια οφείλεται κυρίως στην αυξανόμενη ανάμειξη του Ισραήλ στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, που μας εκθέτει αφενός σε αυξημένες απειλές χωρίς όμως να μας θωρακίζει αφετέρου από τις τουρκικές διεκδικήσεις.

Από την αρχή, η Πλεύση Ελευθερίας ορθώς κατήγγειλε την Ισραηλοποίηση της εξωτερικής μας πολιτικής, προβλέποντας τις επικίνδυνες επιπτώσεις της για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις που σήμερα βλέπουμε ξεκάθαρα. Ταυτόχρονα, με πολλαπλές δηλώσεις και ανακοινώσεις έχει σημάνει τον κώδωνα του κινδύνου για την παράδοση της κυριαρχίας και ανεξαρτησίας μας σε εξωτερικά κέντρα αποφάσεων που διαρκώς μας αναθέτουν ρόλους για την εξυπηρέτηση των δικών τους και όχι των ελληνικών συμφερόντων. Σήμερα επιβάλλεται μια πιο δυναμική και ανεξάρτητη αντιμετώπιση της Τουρκίας, όχι με κούφιους παλικαρισμούς και επιλεκτικές αναφορές στο Διεθνές Δίκαιο, αλλά με τολμηρή χρήση όλων των εργαλείων της εξωτερικής πολιτικής για την προάσπιση των δικαιωμάτων μας και της ειρήνης στο Αιγαίο και την Κύπρο.
ΕΧΩ ΛΟΓΟ - ΟΔΗΓΙΕΣ
 

ÔÉ ÃÉÍÅÔÁÉ? ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ?