Το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα υποσχέθηκε να αγωνιστεί κατά της λιτότητας που επέβαλε η ΕΕ, αλλά τελικά την ασπάστηκε. Οι κάλπες της Κυριακής θα το τιμωρήσουν.
Τον Ιανουάριο του 2015, οι προοδευτικοί πολίτες σε όλο τον κόσμο καλωσόρισαν την τότε εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ως απόρριψη της λιτότητας που επέβαλε η ΕΕ και το ξεκίνημα μιας νέας εποχής για την Ελλάδα. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το πάλαι ποτέ ριζοσπαστικό κόμμα του Αλέξη Τσίπρα βαδίζει προς τις κάλπες της Κυριακής σαν ένα πολιτικό ζόμπι – ένας αχταρμάς αριστερών, σοσιαλδημοκρατών, συντηρητικών και δεξιών λαϊκιστών σε πλήρη σύγχυση, που υπερασπίζεται τις ίδιες νεοφιλελεύθερες πολιτικές για τις οποίες κάποτε απείλησε να διαλύσει την Ευρωζώνη.
Η βασική διαφορά του κόμματος από τον δεξιό του αντίπαλο, τη Νέα Δημοκρατία, είναι η αστεία εμμονή του στο να εμφανίζεται ως κόμμα της Aριστεράς. Η κυβερνητική του θητεία δείχνει μεγαλύτερο ζήλο στην εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προγράμματος της Τρόικα από ότι οι συντηρητικοί προκάτοχοί του στα χρόνια που μεσολάβησαν από την κρίση του 2008.
Ο Τσίπρας οδεύει προς τις κάλπες της Κυριακής έχοντας ήδη υποστεί μια μεγάλη ήττα στις Ευρωεκλογές του Μαΐου. Στην πρώτη αναμέτρηση από τις εθνικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ είδε τα ποσοστά του να πέφτουν κατακόρυφα, επιβεβαιώνοντας έτσι την κατάρρευση του κόμματος από την κορύφωση στην οποία βρέθηκε προ τετραετίας. Οι ίδιοι οι υπουργοί του αποδίδουν την ήττα του Μαΐου στην αντιλαϊκή λιτότητα και στην αμφιλεγόμενη Συμφωνία των Πρεσπών για την επίλυση της μακροχρόνιας διένεξης γύρω από το όνομα της Μακεδονίας. Οι κεντροδεξιοί αντίπαλοί του ωστόσο εμφανίζουν το αποτέλεσμα ως απόρριψη αυτού που ονομάζουν «λαϊκισμό του ΣΥΡΙΖΑ».
Και οι δύο ερμηνείες, ωστόσο, είναι ανεπαρκείς. Η επίπονη αλήθεια για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι κυβέρνησε την Ελλάδα για τέσσερα χρόνια ως κόμμα που απώλεσε την ταυτότητα και την αξιοπιστία του. Τα πεπραγμένα του ως κυβέρνηση περιείχαν τόσους πολλούς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, ώστε σήμερα να αιωρείται σε όλο το πολιτικό φάσμα ως μία άμορφη καταχνιά, ένα φάντασμα του παλιού εαυτού του, χωρίς σχήμα ή περιεχόμενο. Η κυβέρνηση του Τσίπρα περιλαμβάνει σήμερα υπουργούς που αποστάτησαν σχεδόν από κάθε κόμμα της Βουλής, ακόμη και μερικούς λαϊκιστές της σκληρής δεξιάς που προήλθαν από τους ΑΝΕΛ.
Ένα μεγάλο μέρος αυτής της μετάλλαξης μας οδηγεί πίσω στο καλοκαίρι του 2015, όταν ο Τσίπρας πραγματοποίησε μια απίστευτη στροφή 180 μοιρών, αποδεχόμενος το μνημόνιο της Τρόικα και πολλούς άλλους παρεπόμενους όρους, περιλαμβανομένης της λιτότητας ως το 2060 και των ιδιωτικοποιήσεων με ρευστοποίηση σε ένα διεθνές ταμείο ως το 2114. Εκείνο που ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να αντιληφθεί είναι ότι, εκτός από την ίδια την τοξική συμφωνία, ο απατηλός τρόπος με τον οποίο την αποδέχτηκε και την εφάρμοσε προκάλεσε ένα βαθύ πολιτικό και πολιτιστικό τραύμα σε όλους τους Έλληνες προοδευτικούς πολίτες. Τα Exit poll από τις Ευρωεκλογές δείχνουν ότι «η επιθυμία να τιμωρηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ για τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις του» ήταν ένα εξίσου σημαντικό συναίσθημα μεταξύ των ψηφοφόρων όσο και το πλήγμα που υπέστησαν από τη λιτότητα.
Σήμερα είναι η τέταρτη επέτειος του Δημοψηφίσματος του 2015, όπου το 61% των Ελλήνων υποστήριξε το θαρραλέο «ΟΧΙ» στα μνημόνια της Τρόικα, μη γνωρίζοντας ότι ο πρωθυπουργός τους θα υπέγραφε μια πλήρη συνθηκολόγηση μια εβδομάδα αργότερα. Κατόπιν, ο Τσίπρας άρχισε να εξυμνεί το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα της Τρόικα διότι προσέφερε χαμηλότοκο δανεισμό, χρηματοπιστωτική ασφάλεια και μια υποτιθέμενη ανάκαμψη. Περηφανευόταν ακόμη διότι υπερέβαινε τα πλεονάσματα του 3.5%, τα οποία προηγουμένως κατήγγειλε, διότι «πνίγουν την ελληνική οικονομία». Λίγο αργότερα, άρχισε να ευχαριστεί και τη μητέρα του Ευρωπαϊκού νεοφιλελευθερισμού, την Άγκελα Μέρκελ, διότι «συνεργάστηκαν στενά» καθώς και για την «υπεύθυνη ηγεσία» που επέδειξε. Όπως έγραψε πρόσφατα ο καθηγητής Wolfgang Streeck του Ινστιτούτου Max Planck, ο Τσίπρας «έγινε ο αγαπημένος μαθητής της Άγκελα Μέρκελ στην τέχνη της προδοσίας».
Αυτά έρχονται σε αντίθεση με την κεντροδεξιά ερμηνεία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τη δημοτικότητά του λόγω του υποτιθέμενου λαϊκισμού του. Τέτοιες αναλύσεις παραβλέπουν με βολικό τρόπο το κεντρικό γεγονός ότι την προηγούμενη τετραετία ο ΣΥΡΙΖΑ κατέστη το αγαπημένο παιδί του ευρωπαϊκού νεοφιλελεύθερου κατεστημένου. Το 2017, ο Επίτροπος Πιερ Μοσκοβισί, δήλωσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να θεωρηθεί λαϊκιστικό κόμμα. Πρόσφατα, η συντηρητική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung παραδέχτηκε ότι πολλοί στην ΕΕ θα νοσταλγήσουν τον Τσίπρα τώρα που θα φύγει.
Μέχρι σήμερα ο Τσίπρας δεν έδειξε ούτε το διανοητικό ενδιαφέρον, ούτε και την πολιτική πειθαρχεία για να ασπαστεί το ρεφορμισμό στην Ελλάδα. Το κόμμα του βρίσκεται τώρα αντιμέτωπο με μια μεγάλη ήττα διότι επέλεξε έναν πολύ συγκεκριμένο δρόμο: όχι το λαϊκισμό, αλλά μια κατεύθυνση με εξίσου γνωστό όνομα στην ιστορία των ιδεών – τον οπορτουνισμό. Πρόκειται για μια μηδενιστική πολιτική επιβίωσης, που στηρίζεται σε βραχυπρόθεσμους τακτικισμούς και ελιγμούς και σε μια ανεξάντλητη βούληση να εμφανίζεται ως τα πάντα για τους πάντες. Αυτός ο οπουρτουνισμός αντικαθιστά τον πολωτικό, αντικαθεστωτικό λόγο του λαϊκισμού με μια χαμαιλεόντια προσαρμοστικότητα, που καλοπιάνει τις ίδιες εξουσίες που ο ΣΥΡΙΖΑ κάποτε εξελέγη για να αμφισβητήσει.
Αφού πρόδωσε τις αρχές του το 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ μετατράπηκε σε κάτι άλλο από τον εαυτό του. Από τη στιγμή που παραδόθηκε στο νεοφιλελευθερισμό, δεν έμενε πλέον τίποτα για το οποίο, αυτό το πάλαι ποτέ ριζοσπαστικό κόμμα, να έχει ενδοιασμούς. Έτσι ολοκληρώθηκε ο οπορτουνιστικός μετασχηματισμός του. Οι θερμές σχέσεις του Τσίπρα με τον Ντόναλντ Τραμπ, τον Μπενιαμίν Νετανιάχου και τη Σαουδική Αραβία αποτελούν προέκταση αυτής της αποκοπής από τις πρωταρχικές αξίες του. Η Eleanor Roosevelt κάποτε είπε: «Μπορώ να σας πω πώς να αποτύχετε: προσπαθήστε να ευχαριστείτε τους πάντες». Την Κυριακή ο ΣΥΡΙΖΑ θα υποστεί εκλογική πανωλεθρία διότι παραβίασε αυτόν τον κεντρικό κανόνα.