Η δίκη της Νυρεμβέργης (1961) δεν είναι μια ταινία εποχής που προσπαθεί να αναπαραγάγει κινηματογραφικά το τέλος μιας φρικτής εποχής, ξεχωρίζοντας τους νικητές και τους ηττημένους, βραβεύοντάς τους με δάφνες και θάνατο αντιστοίχως. Αντιθέτως, το συγκεκριμένο έργο είναι βασισμένο στη δίκη που διήρκησε σχεδόν ένα χρόνο και αποτελεί ένα κομμάτι ιστορίας που δυνητικά μπορεί να επαναληφθεί. Πολλοί θεατές και κριτικοί θα περίμεναν ότι ο σκοπός της ταινίας θα ήταν να υπογραμμίσει το δριμύ κατηγορώ εναντίον των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν από τους Γερμανούς κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Όμως, βλέποντας τη “Δίκη της Νυρεμβέργης”, μια σειρά βασανιστικών ερωτημάτων δημιουργείται. Για πόσο ακόμα θα ελλοχεύει το μίσος και θα κυριαρχούν τα μεγάλα συμφέροντα μέχρι να φτάσουμε σε μια επόμενη δίκη σαν και αυτή; Γιατί δεν σταματούμε τον ρατσισμό και την ανισότητα χωρίς να φτάσουμε στη κόψη του ξυραφιού; H απάντηση δεν πρέπει να δίνεται από τους λίγους δυνατούς, αλλά από τους απλούς πολίτες, αφού αυτοί πλήττονται από τις συνέπειες των πολέμων και γενοκτονιών που διαιωνίζονται από κυβερνήσεις και οικονομικές δυναστείες.
Η σχεδόν τρίωρη ταινία (απόλυτα ταιριαστή στη διάρκεια της πραγματικής δίκης) προσφέρει τον απαραίτητο χρόνο για να νοιώσει ο/η θεατής ως συνοδοιπόρος του προέδρου του Δικαστήριού Dan Haywood (Spencer Tracy). Το μέγεθος της προκληθείσας καταστροφής και το ανθρώπινο παρασκήνιο αυτής της δίκης στοιχειώνουν τη συνείδηση του εν λόγω δικαστή. Προσπαθώντας να καταλάβει ότι όλοι όσοι ενεπλάκησαν (άμεσα η έμμεσα) σε αυτόν τον αιματηρό πόλεμο έχουν μερίδιο, καταλήγει στον αληθινό υπαίτιο αυτών των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, τον ίδιο τον πολιτισμό μας. Έναν πολιτισμό που μαστίζεται από εχθρότητα, πείνα για εξουσία, διχασμό και τρέφεται από τον πλασματικό φόβο για επιβίωση. Το αποτέλεσμα είναι ο θάνατος της συνείδησης και ο θρίαμβος του δυνατού, που με άνομα μέσα ενορχηστρώνει τεκτονικές αλλαγές στη κοινωνία, την οικονομία και στον ανθρώπινο χαρακτήρα.
Οι Γερμανοί μπορεί να ήταν δικαίως το κόκκινο πανί έχοντας εξοντώσει εκατομμύρια Εβραίων αλλά οι κυβερνήσεις της Αμερικής, της Αγγλίας, της Γαλλίας έχουν αίμα στα χέρια τους που δεν σταμάτησαν το χάος που προκλήθηκε στα χρόνια της νιότης του. Φυσικά, ας μην ξεχάσουμε επιχειρηματίες όπως τον Ford και τον Rockefeller μεταξύ άλλων που έπαιξαν διπλό παιχνίδι και παρείχαν οπλισμό και ποικίλα υλικά στη Ναζιστική Γερμανία, αλλά και στη Ρωσία ταυτόχρονα. Η λίστα με τους πιθανούς τρόπους σύνδεσης της Γερμανίας, της Αμερικής και άλλων «φιλειρηνικών» χωρών είναι μακροσκελής και αποδεικνύει το μέγεθος της πολιτισμικής αποσάθρωσης και οικονομικής διαφθοράς του κόσμου μας. Άρα, οι θανατικές ποινές είναι κενές αποφάσεις αν δεν καταφέρεις να εκπαιδεύσεις τις μελλοντικές γενιές να μην επαναλαμβάνουν τα λάθη του παρελθόντος. Προφανώς, τα 72 χρόνια που μας χωρίζουν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν δίδαξαν πολλά στον πολιτισμό μας. Η ειρωνεία της όλης υπόθεσης είναι ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε πάρει το όνομά του από μια συλλογή άρθρων του H.G Wells στην οποία τον περιέγραφε ως “τον Πόλεμο που θα φέρει το τέλος όλων των πολέμων.”
Tώρα ας προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε το συγκεκριμένο σενάριο στην τωρινή εποχή. Τα μέτωπα εμπόλεμων ή κρίσιμων περιοχών έχουν πολλαπλασιαστεί με παίκτες όπως η Αμερική, η Βόρεια Κορέα, το Ισραήλ και το Ιράν. Το μίσος σε αυτές τις χώρες καλλιεργείται με μεγάλη μαεστρία, ειδικά στην Αμερική και το Ισραήλ που ακολουθούν πάντα κοινή πολιτική πορεία. Ο εθνικισμός είναι στα ύψη και ο ακραίος ρατσισμός παίρνει τη μορφή ενός οργανωμένου και αναγνωρισμένου τρόπου έκφρασης της «αγάπης» για τη πατρίδα και της θέλησης να επικρατήσει ειρήνη (πάντα προς όφελος των εθνικιστών και των συμφερόντων τους). Ζούμε σε εποχές που πολιτικοί με μικρές ψυχές, μεγάλα εγώ και κρυφά συμφέροντα θα παριστάνουν ότι θέλουν και ξέρουν το καλό μας. Ο ρατσισμός επιστρέφει στις ρίζες του αφού έχουν δαιμονοποιηθεί πολίτες φυλετικά, θρησκευτικά και βάσει γενετικών χαρακτηριστικών. Βέβαια, οι πολίτες έχουν ως μοναδικό τελευταίο οχυρό, το ελεύθερο διαδίκτυο. Γι’ αυτό και η ουδετερότητα του διαδικτύου βάλλεται στην Αμερική από τον Donald Trump διότι αν κάποιος είναι ελεύθερος έστω και ιντερνετικά δεν μπορεί να εξυπηρετεί συμφέροντα και να είναι όσο πειθήνιος απαιτείται εκ μέρους μιας αγέλης προβάτων. Ο δρόμος και ο διαδικτυακός κόσμος είναι τα δύο καταφύγια του σύγχρονου πολίτη και πρέπει να παλέψει για να διατηρήσει τα πλήρη δικαιώματά του πάνω σε αυτά. Όταν έστω και ένας από αυτούς τους δύο διαύλους επικοινωνίας τεθεί σε κίνδυνο, ο εχθρός προσπαθεί να σιγάσει την ανθρώπινη φωνή και να αφαιρέσει από τον καθένα από εμάς το δικαίωμα ενός σκεπτόμενου νου.
Συμπερασματικά, η κατάσταση της κοινωνίας μας θα οδηγηθεί με μαθηματική ακρίβεια στο χάος τα επόμενα χρόνια. Φυσικά, αν δεν παλέψουμε για την αλλαγή τώρα, στο μέλλον θα βρεθούν λαμπροί σωτήρες να πάρουν τη νίκη στα χέρια τους, να καταδικάσουν τους υπαίτιους και να εξυπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Η αλήθεια είναι ότι δεν χρειαζόμαστε λυτρωτές. Εμείς πρέπει να απαιτήσουμε από τους εαυτούς μας και τους πολιτικούς που μας εκπροσωπούν να παλέψουμε για την αποτροπή ενός ακόμη πολέμου. Και όπως είπε ο συνήγορος υπεράσπισης Hans Rolfe ( Maximilian Schell) στο τέλος της δίκης για τον κατηγορούμενο δικαστή Ernst Janning (Burt Lancaster): “H ενοχή του Ernst Janning είναι η ενοχή ολόκληρου του κόσμου. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο.”