Το τελευταίο εξάμηνο πολλά δάχτυλα έδειξαν τα αυθαίρετα σπίτια με καταδικαστική διάθεση. Για τη μεγάλη φωτιά στην Ανατολική Αττική τα εγωπαθή δάχτυλα έδειξαν ως υπεύθυνα τα «αυθαίρετα» μέσα στο δάσος. Πάντα όταν καίγονται σπίτια, αυτά χαρακτηρίζονται «αυθαίρετα» και είναι πάντα υπεύθυνα για τη φωτιά. Κι αν δεν είναι υπεύθυνα πράγματι δεν έχει σημασία, καλύτερα να καούν, αφού δεν τα γκρεμίζουν. Και μετά χειμώνιασε και ήρθαν πλημμύρες στη Μάνδρα, και αλλού, και πάλι έφταιγαν τα αυθαίρετα σπίτια και πάλι καλά να πάθουν, που τους τα πήρε το νερό κι ας αποδείχτηκε κατόπιν πως τα ρέματα τα έκλεισαν οι βιομηχανίες και οι αυθαιρεσίες του δήμου και του δασαρχείου.
Σε πάρα πολλούς ανθρώπους έχει δημιουργηθεί η εντύπωση πως «αυθαίρετο» σημαίνει σπίτι χωρίς άδεια πάνω σε γη δημόσια που έχει καταπατηθεί, πάνω δηλαδή σε γη κλεμμένη και μάλιστα κλεμμένη από όλους εμάς. Επομένως ο ιδιοκτήτης αυθαίρετου είναι ένας κοινός κλέφτης και ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπίζεται. Βεβαίως υπάρχουν και καταπατήσεις, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αποτελούν τον κανόνα. Ο κανόνας αφορά «αυθαίρετα» κτίσματα πάνω σε νόμιμα αγορασμένη γη, με πληρωμένο φόρο μεταβίβασης και πληρωμένα συμβολαιογραφικά έξοδα. Τις μετεμφυλιακές δεκαετίες κυρίως του ´50, του ´60 και του ´70 οικοπεδικοί συνεταιρισμοί και ιδιώτες αγόραζαν μια μεγάλη έκταση γης και την έκοβαν νόμιμα σε μικρά οικόπεδα με άδεια κατατμήσεως από το υπουργείο Γεωργίας και άδεια ρυμοτομήσεως και περιφράξεως από το υπουργείο Δημοσίων Έργων. Οικόπεδα μικρά που δεν πουλιόντουσαν με το τετραγωνικό μέτρο, αλλά με τον πήχη, για να μεγαλώνει ο αριθμός και να φαντάζει πιο μεγάλο το οικόπεδο, 300 πήχες, 350 πήχες και τα πιο μεγάλα 500 πήχες, αυτά που είχαν χώρο και για να βόσκουν λίγες κότες στην αυλή, κάτω από τη γαζία.
Θυμάμαι από μικρός τις αγγελίες στις εφημερίδες: «Πωλούνται με 120 δόσεις οικόπεδα πευκόφυτα, 350 πήχες, μόνο 10 λεπτά από την Ομόνοια». Κι αν αναρωτιόμουν πού να είναι αυτά τα δέκα λεπτά από την Ομόνοια, «στην εξορία του Αδάμ» απαντούσε η θεια μου η Μαρία. Και στο δρόμο προς Πόρτο Ράφτη έβλεπες ως τα τέλη του 20ού αιώνα την τεράστια επιγραφή με το γκρινιάρικο αγοράκι «Μπαμπά στάσου, θέλω οικόπεδο».
Όμως όταν το κράτος επέτρεπε την κατάτμηση σε μικρά οικόπεδα και εισέπραττε τους φόρους μεταβίβασης πώς περίμενε ότι θα εξελισσόταν η κατάσταση; Μήπως νόμιζε ότι οι άνθρωποι αγόραζαν τα οικόπεδα, για να καλλιεργήσουν φρέσκα κρεμυδάκια και ραπανάκια; Μήπως αγνοούσε ότι οι άνθρωποι ήθελαν τα οικόπεδα, για να βάλουν ένα κεραμίδι πάνω απ´ το κεφάλι τους; Και οι άνθρωποι πλήρωναν τις δόσεις του οικοπέδου, τον φόρο μεταβίβασης, τον συμβολαιογράφο, που τώρα ο ίδιος τους το βγάζει σε πλειστηριασμό, τον εργολάβο σε τριπλάσια αξία, που τα είχε καλά με την αστυνομία, για να βουλώσει στόματα, τη μάντρα με τα υλικά σε διπλάσια αξία, γιατί υπήρχε φόβος, να του κατάσχουν το φορτηγό. Κι η δουλειά γινόταν «κοψοχρονιάς», τα τσιμέντα δεν έπεφταν σωστά κι η κλίση της σκεπής δεν ήταν αρκετή και τα κεραμίδια έμπαζαν, βιαστικές δουλειές τι περιμένεις; Όμως η αγορά εκινείτο, το χρήμα κυκλοφορούσε και οι τιμές ανέβαιναν.
Υπήρχαν κι άλλοι, που δεν μπορούσαν να πληρώσουν όλα αυτά τα λεφτά στον εργολάβο, για να μην τους κυνηγήσει η αστυνομία, και το έχτιζαν μόνοι τους. Συγγενείς και φίλοι δούλευαν όλη νύχτα την εβδομάδα πριν από τις εκλογές, για να σηκώσουν τέσσερις τοίχους και να βάλουν και τη σκεπή γρήγορα γρήγορα, γιατί άμα έχει σκεπή δεν στο γκρεμίζουν. Κι αργότερα με ξύλα και λαμαρίνες ένα αποχωρητήριο απέναντι, κι ένα βρυσάκι από λαμαρίνα, που το γέμιζαν με νερό, για να έχουν να πλένονται. Και μετά πάλι με ξύλα και λαμαρίνες ένα κουζινάκι με γκαζιέρα πετρελαίου για το μαγείρεμα. Το σοβάτισμα των τοίχων γινόταν καθυστερημένα. Και καθυστερημένα έπεφτε το μπετόν στο πάτωμα, που ποτέ δεν ήταν ίσιο και κουνιόντουσαν τα έπιπλα. Τότε αξιοποιόντουσαν τα παλιά χαρτονένια πακέτα των τσιγάρων, που διπλωμένα έμπαιναν κάτω από τα πόδια του τραπεζιού και του κρεβατιού, για να μην κουνάνε. Κι οι πόρτες της ντουλάπας έτριζαν και ήθελε και η ντουλάπα το δικό της πακέτο τσιγάρα για να έρθει στα ίσια της και να μην τρίζει. Και όσο εξείχαν αυτά τα πακέτα από τα πόδια των επίπλων διάβαζες κάτι υπόλοιπα από τις λέξεις «Παπαστράτος», «Ματσάγγου» και «Καρέλλια». Έξω από την πόρτα όμως του δωματίου υπήρχε στ´ αριστερά μια γλάστρα με κοράλλι, που μεγάλωνε γρήγορα, κάλυπτε γύρω γύρω το περβάζι της πόρτας και η κορυφή του έμπαινε σε άλλη γλάστρα στα δεξιά της πόρτας. Μια ολάνθιστη, κόκκινη αψίδα θριάμβου και δόξας. «Τι ωραίο που είναι το κοράλλι σου, Φωφώ μου ;» «Το ποτίζω με τα νερά της μπουγάδας, για αυτό θεριεύει». Με το νερό της μπουγάδας δεν θέριευε μόνο το κοράλλι, αλλά και οι κόκκινες γαρυφαλιές, και τα βασιλικά και η γαζία στη μέση της αυλής.
Τα επόμενα χρόνια τα πιο πολλά από αυτά τα οικόπεδα θεωρήθηκαν δασικά. Από όλους όμως πληρώθηκαν παράβολα για δήθεν νομιμοποίηση, που νομιμοποίηση δεν είναι, αλλά έτσι λέγεται. Και τα δασικά αυθαίρετα εξαιρούνται, αλλά κι αυτά πληρώνουν. Πάντα τα αυθαίρετα πληρώνουν, διπλά και τριπλά. Πάντα τα θύματα είναι αυτά που την πληρώνουν. Και δεν είναι τα σπίτια αυθαίρετα, δεν είναι αυθαίρετοι οι ιδιοκτήτες. Αυθαίρετο είναι το κράτος, που τους εκμεταλλεύτηκε και συνεχίζει να τους εκμεταλλεύεται με τα παράβολα. Πολλοί όμως δεν μπορούν πλέον να πληρώσουν.
Μήπως όμως ήρθε η ώρα για ένα οργανωμένο κίνημα «δεν πληρώνω» για τα αυθαίρετα, με επιτακτική συγχρόνως απαίτηση την πλήρη νομιμοποίηση των αυθαιρέτων, που έχουν κτισθεί σε μη καταπατημένη γη; Κι ίσως έτσι να ξανανθίσει η γαζία στην αυλή που την έκαψε το χιόνι.
Σημείωση: Όλα αυτά είναι προβλήματα των ανίσχυρων σε χρήμα και εξουσία. Οι ισχυροί δεν είχαν πρόβλημα να αποχαρακτηρίσουν την περιοχή του συνεταιρισμού τους από δασική, να την εντάξουν στο σχέδιο πόλεως και να οικοδομήσουν νόμιμα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η Ιπποκράτειος Πολιτεία των γιατρών και τα «δικαστικά» στον Σχινιά. Κάτι ανάλογο βεβαίως δεν θα γινόταν ούτε στο Πέραμα του Πειραιά, ούτε στην Κακή Βίγλα της Σαλαμίνας.