Όταν εκρήγνυται μια βόμβα σ’ ένα κτήριο, η πρώτη σκέψη που επικεντρώνεται στον ανθρώπινο νου, υπό τη μορφή διερώτησης, είναι η εξής: «Θύματα υπάρχουν;»
Ακολούθως, ο προβληματισμός ανοίγει δρόμους για περαιτέρω απορίες που χρήζουν απαντήσεων: «Υλικές ζημιές και σε τι μέγεθος;». Στη συνέχεια, υποδαυλίζονται ερεθίσματα στους νευρώνες του εγκεφάλου για αναζήτηση περισσότερων λεπτομερειών, του τύπου: «Ποιοι ήταν οι βομβιστές;», «τρομοκράτες;», «επαναστάτες του δρόμου;», «πράκτορες;», «ξένες υπηρεσίες;», «μαφιόζικοι λογαριασμοί;», «επιχειρηματικά συμφέροντα;», «αναρχικοί;», «ακροδεξιοί;», «χούλιγκαν;», «εχθρικοί γείτονες;» και πολλές άλλες κατηγορίες που το ανθρώπινο μυαλό δικαιούται, ένεκα βιολογικής «ελευθεριότητας», να υποψιάζεται.
Όμως, η σκέψη από μόνη της, δεν αποτελεί ποινικό αδίκημα. Δια τούτο και τα δικαστήρια δικάζουν πράξεις και όχι φαντασιώσεις. Διαφορετικά, όλοι οι εμμονικοί και συνομωσιολόγοι θα είχαν βιώσει τις συνέπειες του ποινικού κώδικα.
Εκεί, όμως, που η νοητική διαύγεια, λειτουργεί παλιρροιακά, με άμπωτη και πλημμυρίδα, δημιουργώντας ανισορροπία μεταξύ λογικής και συναισθήματος, είναι όταν, στο παιχνίδι επηρεασμού της κοινής γνώμης από διάφορους «ινστρούχτορες», ο πολίτης καθίσταται, κατ’ αποκλειστικότητα, δέκτης πληροφοριών. Τότε οι αιώνες που απαιτήθηκαν για να φθάσει το ανθρώπινο είδος, από τον Homo Habilis στον Homo Sapiens, πάνε περίπατο με χρονική όπισθεν. Ο άνθρωπος εθίζεται στην κοπαδοποίηση και η προσβλητική έννοια «μαντρί», του παρέχει, μέσω υποσυνειδήτου, μια επίφαση ασφάλειας. Ενημερώνεται, πληροφορείται, επιμορφώνεται, με τον οργουελικό τρόπο του κοπαδιού και αρκείται στο να επιβιώνει, αντί να ζει. Η επιβίωση, άλλωστε, σχετίζεται με το γαστρεντερολογικό σύστημα, ενώ η ζωή με την εξέλιξη, την πρόοδο, τις αρχές και γενικότερα τον πολιτισμό. Έτσι, λοιπόν, η φράση «όποιος φεύγει απ’ το μαντρί τον τρώει ο λύκος» καθιστά, εν πολλοίς, τον πολιτισμικό μας βίο, παραμύθι με κοκκινοσκουφίτσες. Ουδόλως, όμως, αναρωτιέται ο μαντρωμένος πολίτης, ποια η τύχη του ως «αρνί» μέσα στο μαντρί; Πολύ απλά το σφάζει για το Πάσχα ο τσοπάνης.
Μέσα από έναν τέτοιο εφησυχασμό, η ανθρώπινη ύπαρξη λειτουργεί πλέον παβλοφικά. Το διευθυντήριο τον ενημερώνει ανάλογα με τις επιδιώξεις του και αυτός υπακούει με την κλασσική εξαρτημένη μάθηση. Μόλις ακουστούν τα σήματα των βραδινών δελτίων ειδήσεων, γνωρίζει ότι θα υπάρχει αίμα, σκάνδαλο και ένταση.
Επί παραδείγματι: Μια πορεία 100.000 ειρηνικών διαδηλωτών για ένα θέμα κοινωνικής ασφάλισης, υποσκελίζεται από έκτροπα μιας ομάδας 100 κουκουλοφόρων, οι οποίοι, με καλογυμνασμένη σωματοδομή, απεικονίζονται στους τηλεοπτικούς δέκτες να διαλύουν την διαδήλωση και, στο τέλος, οι συλληφθέντες να είναι μια χούφτα δεκαοχτάχρονοι φοιτητές, επειδή φορούσαν το μπλουζάκι του Τσε. Την ίδια στιγμή τα «γενναία» παιδιά με τα μπράτσα, ως δια μαγείας εξαφανίζονται. Ο εθισμένος στην τηλοψία πολίτης, αυτομάτως διαγράφει τα 3 [τρία] επιπλέον μηδενικά από το νούμερο των συμμετεχόντων στη διαδήλωση και οι 100.000 ηττώνται τηλεοπτικά από τους κάδους που καίνε οι 100.
Όταν, λοιπόν, ένα επιθετικό γεγονός, όπως η τρομοκρατική ενέργεια στον τηλεοπτικό σταθμό «ΣΚΑΙ», αυτονόητα και δικαιωματικά, αποτελεί μείζον ειδησεογραφικό γεγονός, ο πολίτης οφείλει, αν δεν είναι σταβλισμένος, να το καταδικάσει με κατηγορηματικό τρόπο, δίχως, όμως, να παρασύρεται από τις κομματικές σειρήνες εκάστου κόμματος.
«Η ΕΡΤ κυβερνητική και ο ΣΚΑΙ αντιπολιτευόμενος» είναι η καραμέλα που θα ακούμε από τούδε και στο εξής, ένεκα προεκλογικής περιόδου. Μα και βέβαια μπορεί να συμβαίνει αυτό. Ποιος το αμφισβητεί; Η ειδοποιός διαφορά έγκειται στο εξής: Το κάθε ιδιωτικό κανάλι ανήκει στον ιδιοκτήτη του επιχειρηματία. Η ΕΡΤ, όμως, στον ελληνικό λαό. Κατά συμπερασμόν, αν το κρατικό κανάλι «χρωματίζεται» πολιτικά, η ευθύνη το βαραίνει χιλιαπλάσια απ’ ότι ένα ιδιωτικό, για την όποια υποβάθμιση ή παραποίηση ειδήσεων, πολλώ δε μάλλον για την μεροληπτική του συμπεριφορά, αν αυτή αποδεικνύεται εμπράκτως.
Σαφώς και η εχθρική ενέργεια προς έναν τηλεοπτικό σταθμό, υψηλότατης τηλεθέασης, έχει τη δική της συμβολική και σημειολογική σημασία, όσο κι αν διαφωνεί ή συμφωνεί κανείς με τους ανθρώπους του.
Ο πολίτης που δεν αποδέχεται το ρόλο του αθύρματος - κι ευτυχώς η Ελλάδα παρά τα όσα ακούγονται για τον λαό της -, διαθέτει εξαιρετικά μυαλά και σπουδαίες, μη αναγνωρίσιμες στο δρόμο, προσωπικότητες, οφείλει, με την ανατροφοδοτική μέθοδο σκέψης, να διερωτηθεί τούτο: Από ένα συμβάν τελικά ποιος ωφελείται; Αυτό είναι υπόθεση ατομική, προσωπική και όχι συλλογική.
Όμως, δημόσια, μπορώ να καταθέσω τη σκέψη μου. Όταν τα πολυκαταστήματα Μινιόν, Κατράντζος, Κλαουδάτος, Ατενέ πυρπολήθηκαν και το ιστορικό τρίγωνο της Αθήνας καιγόταν, ουδείς μπορούσε να φανταστεί ότι δεν θα συλλαμβανόταν ούτε ένας εμπρηστής. Το αποτέλεσμα ήταν, μετά από χρόνια, να σβήσει η ελληνική επιχειρηματικότητα για να έρθουν τα μεγάλα διεθνή πολυκαταστήματα. Έχεις αποδείξεις περί αυτού, θα με ρωτήσει κάποιος. Και βέβαια όχι. Αλλά κι έξω από ένα υπόγειο με κόκκινο φωτάκι στην οδό Φυλής, που μπαινοβγαίνει κόσμος, ουδεμία απόδειξη διαθέτω ότι είναι οίκος ανοχής. Γνωρίζω, όμως, ότι είναι!
Εν κατακλείδι: Οι εμπρηστές, είτε μεγάλων πυρκαγιών με θύματα ή χωρίς, είτε πολυκαταστημάτων, είτε τηλεοπτικών σταθμών, πάντα θα διαφεύγουν της σύλληψης, γιατί οι κοινοί θνητοί αγνοούμε τα όσα πρόκειται να πραγματωθούν για εμάς, χωρίς εμάς.
Απ’ την άλλη, ο Ρομά στο Ζεφύρι θα συλλαμβάνεται σε χρόνο ρεκόρ για την όποια παραβατικότητά του, σε αντίθεση με τον κάθε Καραβέλα που θα αποχωρεί σαν κύριος. Η μη σύλληψη, λοιπόν, των υπευθύνων εγκληματικών ενεργειών, οδηγεί μοιραία τον πολίτη στην όποια μυθοπλασία τού σερβίρει η κάθε πλευρά.
Μπορούμε, όμως, να σκεπτόμαστε λιγότερο οπαδικά. Παραδείγματος χάριν: Ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ πώς έγινε πρόεδρος της Κομισιόν, όταν υπήρξε υπεύθυνος για ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα, με το όνομά του να αναφέρεται στα μέσα ενημέρωσης ως ο «νονός» της φοροδιαφυγής, κατά την 15ετη πρωθυπουργική του θητεία στο Λουξεμβούργο; Αυτός, λοιπόν, κουνούσε το δάχτυλο στον καθημαγμένο ελληνικό λαό; Τον κύριο Σόιμπλε που, ως υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, επικαλούνταν το ευρωπαϊκό δίκαιο και τους «κανόνες», ενώ είχε παραδεχτεί ότι χρηματίστηκε για λογαριασμό του κόμματος του, γιατί οι Έλληνες πολιτικοί τον άκουγαν υποκλινόμενοι στο δέος του, ενώ η πατρίδα του μας οφείλει δισεκατομμύρια; Ο χώρος δεν μου επιτρέπει να επεκταθώ και στα υπόλοιπα «άνθη του κακού».
Συμπέρασμα: Αυτή την Ευρώπη, τελικά, την καθοδηγούν γνήσιοι αντιευρωπαϊστές.
Πότε, λοιπόν, η πλειονότης των ΜΜΕ, ασχολήθηκε εκτενώς με τα έργα και τις ημέρες εκείνων, Ελλήνων και ξένων, που μας έστειλαν στην άβυσσο; Ευρωπαϊκή ομερτά; Ποιος ξέρει...
Πολλές φορές, το σκοτάδι που τυλίγει ένα γεγονός, όπως η αποτρόπαια ενέργεια στον ΣΚΑΙ, δεν είναι παρά το φως που φωτίζει έναν στόχο που εμείς δεν βλέπουμε. Σε καμιά περίπτωση, όμως, οι δημοσιογράφοι του ΣΚΑΙ ή της ΕΡΤ δεν γίνονται καλύτεροι ή χειρότεροι. Γιατί, όπως έλεγε κι ο Γκαίτε στον Φάουστ: «Στο τέλος είσαι ό,τι είσαι»...