Η λήθη μπορεί να συγχωρεθεί ή τουλάχιστον να κριθεί με επιείκεια όταν οι συνδαιτυμόνες υποχρεούνται, δια της βίας, να γευματίσουν με λωτούς. Τότε, η λωτοφαγία αποτελεί αδίκημα, όχι εκείνων που τους χωνεύουν, αλλά του αμφιτρύωνα που επιβάλλει το μενού. Στην περίπτωση, όμως, που οι πολίτες μιας χώρας, εκουσίως, αναλαμβάνουν, με ευθύνη τους, να λησμονήσουν, επιλέγοντας τον καρπό της απάθειας ως διατροφική τους συνήθεια, η εκ των υστέρων επίφαση της όποιας διαμαρτυρίας τους, ισοδυναμεί με πολιτικό μαζοχισμό.
Η ατομική ευήθεια δεν είναι έντιμο να χρεώνεται στη συλλογική. Καθένας, λοιπόν, με τα έργα του και τα αμαρτήματά του.
Η σύγκρουση του ανθρώπου με το είδωλό του εμπεριέχει και πολιτικά ραγίσματα, εκτός από κοινωνικά και ψυχαναλυτικά. Είτε πραγματιστικά, μεταφορικά, αλληγορικά ή σημειολογικά, παρατηρήσει κανείς τη μονομαχία αυτή, η προσωπικότητα εκάστου εξ ημών, κρίνεται, εν πολλοίς, από την διελκυστίνδα με τον εαυτό του.
Γι’ αυτό και είναι πολιτικά αδιανόητο, ένας ενημερωμένος πολίτης να επαναδιευθετεί τη μιζέριά του, υπερασπιζόμενος τους θύτες του. Να αποδέχεται, αβρόχοις ποσί, ό,τι του σερβίρουν και, κυρίως, να καταπίνει ενσυνείδητα το δηλητήριο σε δόσεις μαρτυρίου.
Το να διαφωνεί ο οιοσδήποτε με τα παραπάνω, είναι θεμιτό. Το να εναποθέτει, όμως, τις ελπίδες του για φωτεινότερες ημέρες, σε παρατάξεις, κόμματα, ή συλλογικότητες μνημονιακής απόχρωσης, είναι ο ορισμός της εθελοδουλίας.
Το στάβλισμα ανθρώπινων ψυχών και ο διανοητικός έλεγχος είναι η πλέον συνήθης καπιταλιστική πρακτική. Κατ΄ αυτό τον τρόπο ο πολίτης ενός κράτους καθίσταται πιόνι στα χέρια του κεφαλαιοκράτη σκακιστή. Είναι, λοιπόν, τραγικό οι κυβερνήσεις του πρώην δικομματισμού, σήμερα, να ζητούν άφεση αμαρτιών δια της λήθης. Τη συγχώρεση για τη διασπάθιση του δημόσιου χρήματος και την κοινωνική εξαθλίωση, ουδείς δικαιούται να τη δώσει στους ιδιοτελείς καιροσκόπους. Δεν αφορά το σπίτι τους, τους συζύγους τους ή τους φίλους τους. Τα πολιτικά εγκλήματα αγγίζουν έναν ολόκληρο λαό, τα φτερά του οποίου ψαλιδίστηκαν με χειρουργική ακρίβεια με τα άθλια προσχήματα του δήθεν εκσυγχρονισμού του. Η πλειονότητα των πολιτών μιας Ελλάδας πτωχευμένης από χρόνια, πανηγύριζε για την ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων, της ρεμούλας και της μίζας. Την ίδια εποχή που οι μαθητές της σκοτώνονταν στον Μαλιακό και τα Τέμπη γιατί προτιμούσαν οι πολιτικοί ταγοί να κατασκευάζουν αντί για εθνικές αρτηρίες, κωπηλατοδρόμια στη θάλασσα του ιστορικού Μαραθώνα, την οποία «βάπτισαν», εν μία νυκτί, λιμνοθάλασσα. Οι παλιοί ραλίστες του ράλι Ακρόπολις έλεγαν το εξής: «Αν θες να δεις την επικινδυνότητα ενός δρόμου, παρατήρησε πόσα εικονοστάσια έχει».
Έτσι, γέμισε η χώρα μας από καντήλια στη μνήμη των νεκρών οδηγών. Γεμάτοι, όμως, είναι και οι σφραγισμένοι με βουλοκέρι, φάκελοι της ευθύνης, από την μεταπολιτευτική απάθεια του «δικομματισμού», ο οποίος, στην ουσία, υπήρξε μονοκομματισμός. Άλλωστε τούτο επιβεβαιώθηκε από την συνύπαρξη στα έδρανα του Κοινοβουλίου Πράσινων και Βένετων. Η αποθέωση της μίζας των παρελθόντων ετών ποινικοποιήθηκε μόνο για τον Άκη Τσοχατζόπουλο. Αναρωτιέται κανείς: Τι διαφορετικό έπραξαν όλοι όσοι βούτηξαν το δάχτυλο στο μέλι, απ’ την προτροπή του αρχηγού τους: «Είπαμε να πάρει ένα δωράκι... όχι και 500.000.000»!
Άραγε, πόση αναλγησία πρέπει να διαθέτει το έμψυχο υλικό ενός κομματικού μηχανισμού έτσι ώστε να ζητά, για πολλοστή φορά, την ψήφο του λαού που, επί δεκαετίες, πρόδωσε;
Το γαλαζοπράσινο κλαμπ, το οποίο έστειλε πεσκέσι στους Γερμανούς τον Χριστοφοράκο για να μην κελαηδήσει ως ζωηρός κορυδαλλός στις φυλακές Κορυδαλλού, από πού αντλεί τη δύναμη να ηθικολογεί; Οι άνθρωποι που εξευτέλισαν την έννοια του κράτους δικαίου ως κυβέρνηση, φρονούν, ως αντιπολίτευση, ότι μπορούν να μεταβληθούν σε σωτήρες, υποσχόμενοι φορολογικές απαλλαγές, όταν ξαναποκτήσουν τις χαμένες επωμίδες τους; Κι αν αυτοί προσδοκούν στο πολιτικό αλτσχάιμερ των πολιτών, οι πολίτες θα συνεχίσουν εις γνώση τους να ξεφλουδίζουν και να καταναλώνουν λωτούς;
Τέλος, θα χαριστούν και σ’ εκείνους που, με το βεβαρημένο παρελθόν του «ΟΧΙ-ΝΑΙ», διατείνονται πως ανέτρεψαν εκκλησιαστικά κατεστημένα αιώνων προς όφελος του λαού και πως διασφάλισαν πλεονάσματα ευημερίας με πρακτικές Ιφιγένειας; Θα χαριστούν σ’ εκείνους που τη δίκη του ναζισμού την πραγματώνουν με απειράριθμα επεισόδια, τύπου «φωσκολικής Λάμψης»; Θα ευτελίσουν επιπλέον τις αισθήσεις τους, προσποιούμενοι ότι δεν βλέπουν και δεν ακούν τις μεγαλοστομίες των κυβερνώντων για την ανάπτυξη που καταφθάνει με τρίκυκλο απ’ τις Βρυξέλες;
Ένας αχταρμάς η επικρατούσα πολιτική κατάσταση στη χώρα μας, με τους εμπνευστές της να καταγγέλλουν ως ψεύτικες ειδήσεις, τα πολιτικά τους τερτίπια. Κόμματα βουτηγμένα στα χρέη προς το δημόσιο, κομπορρημονούν ότι θα μας ξεχρεώσουν απ’ τα οικονομικά βάρη που μας φόρτωσαν. Η απόλυτη παραφροσύνη!
Γιατί, λοιπόν, η ευθύνη να βαραίνει τον πολιτικό ντελάλη και όχι τον πολίτη που εθίζεται στον μηρυκασμό; Μέχρι πότε θα ισχύει το «δεν ήξερα, δεν γνώριζα»;
Αιτιολογία διαθέτουν όλα τα γεγονότα, τα συμβάντα και οι καταστάσεις της ζωής. Δικαιολογία, όμως, όχι. Ο πολίτης που ελπίζει και πάλι στον πολιτικό που του έταξε πρόοδο και, αντί αυτής, του προσέφερε οπισθοδρόμηση, αντιπροσωπεύει το κοινωνικοπολιτικό υποζύγιο.
Η δημοκρατία ως έννοια, συνείδηση και πρακτική, δεν μπορεί να ταυτίζεται με ετικέτες. Πολλώ δε μάλλον, με τη μηχανή που εκδίδει τα ευρώ ή ως αναγραφόμενο λήμμα στις πινακίδες των δημόσιων κτηρίων. Είναι κάτι περισσότερο από μια αριστερή ούγια στην μνημονιακή ενδυμασία των εμπλεκομένων στην καταστροφή της χώρας μας. Είτε κάποιοι ξέχασαν να διαβάσουν το μνημόνιο, είτε κάποιοι άλλοι το αρνήθηκαν, αλλά στη συνέχεια το υπηρέτησαν, το αποτέλεσμα είναι ο πολίτης να οδηγείται στη λωτοφαγία. Κι αν υπάρχουν ακόμα ελπίδες για το παρόν και το μέλλον του, η μόνη λύση είναι να φτύσει το φρούτο της Λήθης και να αυτοπροστατευτεί ακολουθώντας τη ρήση του Αριστοτέλη: «Ο πολίτης ουδενί των άλλων ορίζεται μάλλον ή τω μετέχειν κρίσεως και αρχής».