Αν κατάλαβα καλά, οι καταλήψεις που ξεσπούν αυτές τις μέρες στα σχολεία είναι ο θρίαμβος του φασισμού. Μας το είπε ο Υπουργός Παιδείας, με μία ανακοίνωση, όπου ανακατεύονταν περίτεχνα ο πατρικός προστατευτισμός, ο εκπαιδευτικός ρομαντισμός και η αριστερή ορθοδοξία. Μας το είπε και ο κ. Λαθήρας, της Γ’ ΕΛΜΕ Θεσσαλονίκης, στέλεχος του «Ανταρσύα», με ύφος ανήσυχου αριστεροφύλακα πως «τα σχολεία μας έχουν μπει στο μάτι των εθνικιστών» που προσπαθούν να επιβάλουν «ακραίες, αλυτρωτικές και εθνικιστικές απόψεις». Μας το είπαν κι άλλα έντυπα, στο ίδιο ακριβώς ύφος, τόσο γενικευτικά, τόσο χοντροκομμένα, τόσο απαράδεκτα
Όχι πως δεν υπάρχουν θύλακες του φασισμού στις τάξεις. Όχι πως οι φασίστες δεν προσπαθούν να πάρουν το κομμάτι τους από την πίτα της αντίδρασης, ούτε πως δεν υποκινούν, όταν και όπου τους παίρνει, ούτε ακόμα πως ο αστείος φυρερίσκος τους δεν θα κολλήσει σαν τη βδέλλα, όπως κόλλησε στον Μίκη, μπας και ξεπέσει κανένα ψίχουλο...
Αλλά, αυτό πάλι, να βλέπουν παντού φασίστες! Ακόμη και στα πρόσωπα των παιδιών τους! Όχι έναν, ούτε λίγους, αλλά όλους. Τόσο που να χτυπούν συναγερμό και να καλούν σε αντίσταση.
Δεν βρήκα ούτε μία αράδα στις ανακοινώσεις τους για τα παιδιά που ανησυχούν, που προβληματίζονται, που αγανακτούν, τέλος πάντων -δίκαια ή άδικα, το συζητάμε- για θέματα που έχουν να κάνουν με την πατρίδα. Δεν είπαν τίποτα για το ενδεχόμενο, αυτό που ψήφισαν και που στηρίζουν να βρίσκει αντίθετους τους νέους ανθρώπους που εκδηλώνουν έναν άγουρο πατριωτισμό. Δε σκέφτηκαν, τέλος πάντων πως, εν πολλοίς, αυτή η αντίδραση εντάσσεται στην ανόητη εθιμοτυπία της εποχής που θέλει την κατάληψη, τρόπο για χαβαλέ και σχόλη.
Έτσι, κατέληξαν, εύκολα, με την τετράγωνη λογική τους στο συμπέρασμα: Αυτό που οργανώνεται, το οργανώνουν μόνο φασίστες και όσοι συμμετέχουν, ενδίδουν στους φασίστες. Άρα είναι φασίστες και αυτοί. Κι εγώ που τα μασάω εδώ πέρα και «δεν καταδικάζω απερίφραστα», ίσως, αν όχι σίγουρα, είμαι κι εγώ, γι’ αυτούς, φασίστας.
Η αριστερά τα πάει καλά με τις μεζούρες. Μέχρι το ’15, όλοι κρατούσαν ένα «αριστερόμετρο», κι αν δεν συντονιζόσουν μέχρι και στη φρασεολογία, κινδύνευες να θεωρηθείς αποσυνάγωγος. Σκάω στα γέλια όταν θυμάμαι την αντίδραση ενός μέλους κομματικής οργάνωσης, τότε που συγκροτούνταν τα ψηφοδέλτια των βουλευτικών εκλογών του ‘15. Παίρνοντας το λόγο, για να στηλιτεύσει την επιθετική επιστολή μου για τα τέρατα που είχαν συμβεί, βρήκε να πει πως είναι πρόβλημα το ότι ξεκινούσα με την προσφώνηση «Φίλες και φίλοι» και όχι «Σύντροφοι». Φαίνεται πως αυτός ο αστισμός του «Φίλες και φίλοι» παραήταν… Σε μία διαδικασία όπου η συντροφικότητα είχε γίνει κουρελόχαρτο, εκείνο που ενοχλούσε πρώτα-πρώτα ήταν η προσφώνηση! Καταλαβαίνετε για τι πουκάμισο αδειανό μιλάμε...
Από τότε και μετά, και επειδή η αριστερά μάς τέλειωσε, πιάστηκαν όλοι με το «φασιστόμετρο». Δεν προλαβαίνεις να πεις και να κάνεις τίποτε εκτός ατζέντας και χρίζεσαι, αυτοστιγμεί, φασίστας. Τόσο, που να μην ξέρουμε πια ποιοι είναι οι πραγματικοί φασίστες, τόσο που να νομίζουμε ότι ο φασισμός κολλάει σαν τη γρίπη και δεν προϋποθέτει ένα τρομακτικό έλλειμμα παιδείας και αυτοπεριφρόνηση, τόσο που αυτός που ξεστομίζει το χαρακτηρισμό απλόχερα να μην ορρωδεί για τον τρόπο που προσβάλλει το συνομιλητή του.
Είναι φασίστας, εκτός από τους φασίστες, και αυτός που λέει δύο κουβέντες για τη μετανάστευση, κι ας μένει σε γκετοποιημένη γειτονιά. Είναι φασίστας, εκτός από τους φασίστες, και αυτός που λέει δυο κουβέντες για την ανεργία που εντείνεται από την αδήλωτη εργασία και την εκμετάλλευση των μεταναστών, κι ας είναι άνεργος. Είναι φασίστας, εκτός από τους φασίστες, και αυτός που λέει δύο κουβέντες για την χώρα και την ιστορία της, κι ας κρίνει πως αρμενίζουμε στραβά. Είναι φασίστας, εκτός από τους φασίστες, και αυτός που λέει δύο κουβέντες για τα όρια στο δικαιωματισμό. Και πάει λέγοντας...
Έτσι χαρίστηκε η πάσχουσα κοινωνία στους φασίστες και έφτασε ένα μόρφωμα γελοίων και αγράμματων να κάνει πως περιθάλπει τη θλίψη και το αδιέξοδο, τον πόνο και την απογοήτευση, την αγανάκτηση ενός κόσμου που ένιωθε διωκόμενος. Και έγινε αυτό γιατί δεν έχουν ίχνος ευθυκρισίας, ειλικρίνειας και πολιτικής αξιοπρέπειας, όχι η κυρίαρχη πολιτική τάξη, αλλά ούτε καν τα πολιτικά μικρομάγαζα, να ξεπεράσουν τον πολιτικό αυτισμό και τον κομματικό μεταπρατισμό τους και να καταλάβουν.
Έτσι κάνουν και τώρα: Εκόντες άκοντες, χαρίζουν τους μαθητές μας στους ναζί. Αντί να σκύψουν και να δουν το πρόβλημα, να ξεδιαλύνουν την ήρα από το στάρι, να χειριστούν τη γνήσια, την άγουρη ανησυχία, την επιπολαιότητα των νιάτων, αν θέλετε, περιορίζονται σε ρετσέτες αφοριστικές, λογαριάζοντάς τους όλους ως φασίστες ή έρμαια των φασιστών. Έλα και πες του εσύ, αύριο, του Φυρερίσκου πως δεν έχει κίνημα… Εκτός κι αν αυτό θέλουν, αν από αυτό τρέφονται, αν τους χρειάζονται οι βάρβαροι για να είναι αυτοί απέναντί τους. Μη λείψουνε τα σκιάχτρα και αναγκαστούν να πουν «και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους;»
Είναι δύσκολο, βλέπεις, να πρέπει ξαφνικά να πεις ποιος είσαι, ενώ έχεις μάθει στο «Αντι-...». Εγώ, με τα δικά μου τα παιδιά, σαν με ρωτούσαν, τους το ξέκοβα. Καμιά κατάληψη για λόγο που δεν ξέρουν. Καμιά κατάληψη για χαβαλέ και για παιχνίδι. Αν θέλουν να πουν δυο λόγια για τη Μακεδονία, για την πατρίδα τους, για την -άθλια κατά τη γνώμη μου- «λύση» των Πρεσπών, να παρατήσουν τα φλάμπουρα και να διαβάσουν για το θέμα. Κι όχι να δείχνουν τη Μακεδονία στο Σαγγάριο και να διαφωνούν για «Πρέσπες» που δεν ξέρουν.
Και, προπάντων, να κάνουν επιστήμη και να μη σέρνονται σαν νευρόσπαστα πίσω από εμβατήρια του 19ου αιώνα. Γιατί, η γεωδαισία των εννοιών και της ιστορικής αλήθειας δεν συμπυκνώνεται σε αφορισμούς για τους «βαρβάρους που νικήθηκαν». Γιατί, τέλος πάντων, τους την έχουν στημένη. Τόσο οι φασίστες, για να ταυτιστούν μαζί τους και να πάρουν δύναμη, όσο κι οι άλλοι, για να τους λογαριάσουν για φασίστες και να μη χάσουν τη δική τους.