Συνέντευξη του Αλέξανδρου Καζαμία στη Σλοβακική εφημερίδα SME της 5ης Αυγούστου 2018. Τις ερωτήσεις υπέβαλε ο δημοσιογράφος Josef Ryník.
Η S&P αναβάθμισε την αξιολόγησή της για την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας. Σημαίνει αυτό ότι η χώρα έχει ξεπεράσει τα οικονομικά της προβλήματα;
Δυστυχώς, η Ελλάδα δεν έχει διόλου εξέλθει των οικονομικών της προβλημάτων. Η διάσκεψη του Eurogroup την 21η Ιουνίου 2018 επέβαλε στη χώρα πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2,2% του ΑΕΠ ως το 2060. Καμία οικονομία εκτός κινδύνου δεν θα μπορούσε να υποβληθεί σε τέτοια σκληρή λιτότητα και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Επιπλέον, τα μέτρα αυτά υποδηλώνουν ότι τα τρία μνημόνια στα οποία η Ελλάδα υπεβλήθη από το 2010 απέτυχαν να εκπληρώσουν τους προδιαγεγραμμένους στόχους τους. Αυτό διόλου δεν εκπλήσσει. Διότι η μόνη λύση που προσέφεραν ήταν η προσθήκη νέων δανείων για να ξεπληρωθούν με αυτά τα παλιά. Το καθαρό αποτέλεσμα, ύστερα από 8 χρόνια, είναι ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί από σχεδόν 120% στο 183% του ΑΕΠ. Ως εκ τούτου, η χώρα βρίσκεται κλειδωμένη στο σκληρότερο πρόγραμμα λιτότητας στην ιστορία του παγκόσμιου καπιταλισμού, κι αυτό προβλέπεται να συνεχιστεί για τα επόμενα 42 χρόνια.
Η αξιολόγηση της S&P αναβαθμίστηκε διότι η Τρόικα χρησιμοποιεί έναν συνδυασμό πολιτικών πιέσεων, μιντιακής προπαγάνδας και οικονομικών τεχνασμάτων προκειμένου να κατασκευάσει ένα ευνοϊκό κλίμα στις αγορές. Το βασικό οικονομικό τέχνασμα είναι το δ’ κρυφό μνημόνιο από τον Αύγουστο του 2018 ως το Δεκέμβριο του 2020. Αυτό έχει συμφωνηθεί σιωπηλά, δίχως τη ρητή έγκριση των εθνικών κοινοβουλίων της ΕΕ, ούτως ώστε να αποφευχθεί η κριτική και η πιθανή απόρριψή του. Σύμφωνα με το δ’ κρυφό μνημόνιο, η Τρόικα έχει δώσει στην Ελλάδα 24,1 δις ευρώ τα οποία αποκαλεί «μαξιλάρι ασφαλείας». Πρόκειται για ένα ποσό από το οποίο η Ελλάδα θα μπορεί να αντλεί για να αποπληρώνει τους μελλοντικούς ιδιώτες δανειστές της σε περίπτωση που η κυβέρνηση δεν μπορέσει να εξοφλήσει κάποιο ομόλογό της από τον κρατικό προϋπολογισμό. Επομένως, οι οίκοι αξιολόγησης μπορούν τώρα να αναβαθμίσουν την αξιολόγησή τους, αλλά αυτές είναι προσωρινές λύσεις «άρπα κόλλα», με σοβαρές μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες παρενέργειες.
Θα μπορούσατε να προσδιορίσετε κάποιες οικονομικές μεταρρυθμίσεις την τελευταία τριετία υπό τον Τσίπρα οι οποίες βοήθησαν να βελτιωθεί η οικονομία;
Στην οικονομία ο Τσίπρας έκανε ακριβώς αυτά που του ζήτησε η Τρόικα. Υπήρξε μάλιστα πιο αποτελεσματικός στην εφαρμογή του σκληρού ορντοφιλελεύθερου προγράμματός της από ό,τι οι δεξιοί προκάτοχοί του. Πρόκειται για μια μεγάλη ιστορική ειρωνεία. Στην πραγματικότητα, οι δεξιές και κεντρώες κυβερνήσεις προ του 2015 υπήρξαν λιγότερο πειθαρχημένες από τη δική του και ο Τσίπρας, με τη σειρά του, απεδείχθη ένας οπορτουνιστής πολιτικός ασύλληπτων διαστάσεων. Γι’ αυτό, ορισμένοι από τους πρώην συντρόφους του στο Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση μαζί του, όπως ο Jean-Luc Mélenchon, που τον απεκάλεσε πρόσφατα ως «μια από τις πιο ελεεινές φιγούρες της ευρωπαϊκής πολιτικής ζωής».
Ως επικριτής των μνημονίων, δεν μπορώ να επαινέσω καμία από τις λεγόμενες «οικονομικές μεταρρυθμίσεις» που η Τρόικα και ο Τσίπρας επέβαλαν. Στην ουσία, καμιά τους δεν ήταν πραγματική μεταρρύθμιση. Ήταν φοροεισπρακτικά «μέτρα» (κυρίως αυξήσεις φόρων και περικοπές δαπανών) των οποίων ο μοναδικός σκοπός ήταν η συγκέντρωση του απαιτούμενου ποσού για την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους. Η υποβόσκουσα λογική τους ελάχιστα διαφέρει από εκείνην με την οποία ένας Δούκας του Μεσαίωνα αντιλαμβανόταν την έννοια των ορθών οικονομικών. Αυτά τα φοροεισπρακτικά μέτρα δεν στηρίζονταν σε μία μεταρρυθμιστική φιλοσοφία που αποβλέπει στη μακροχρόνια αυτοτροφοδοτούμενη ανάπτυξη.
Η οριακή μείωση της ανεργίας υπήρξε εν μέρει απόρροια της μεγάλης αύξησης της μετανάστευσης στο εξωτερικό, και εν μέρει συνέπεια της δημιουργίας κακοπληρωμένων και πλασματικών θέσεων εργασίας, που χρηματοδοτούνται κυρίως από τα προγράμματα περιφερειακής ανάπτυξης της ΕΕ, από τα οποία η Ελλάδα λαμβάνει περί το 3% του ΑΕΠ ετησίως κατά την περίοδο 2014-20. Αλλά η ανάπτυξη παρέμεινε καθηλωμένη στο 0% την τριετία 2014-16 και μόλις υπερέβη το 1% το 2017. Έχουμε δηλαδή αυτό που τα πανεπιστημιακά συγγράμματα αποκαλούν «στασιμότητα».
Η σχέση του χρέους προς το ΑΕΠ παραμένει πρόβλημα ή είναι βιώσιμη;
Το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι η βασική πηγή των οικονομικών προβλημάτων της χώρας. Ο λόγος χρέους/ΑΕΠ έχει αυξηθεί από τότε που ανέλαβε τη διακυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ, από το 179% στο 183%. Πρόκειται για άλλη μία ένδειξη των αρνητικών τάσεων που υποβόσκουν στην ελληνική οικονομία. Η αύξηση αυτή παρουσιάστηκε παρά το γεγονός ότι από το 2014 η Ελλάδα παρουσιάζει ετήσια πλεονάσματα στον προϋπολογισμό της. Ο λόγος είναι ότι, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, η χώρα δανείζεται και άλλα ποσά, όχι για να χρηματοδοτήσει κάποιο έλλειμμα οφειλόμενο σε υπερβολικά έξοδα του προϋπολογισμού, αλλά για να αποπληρώσει παλαιότερα χρέη των οποίων το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής είχε μετατεθεί στο μέλλον στο πλαίσιο της Τροϊκανής στρατηγικής της «αναβολής και προσποίησης».
Σύμφωνα με την Έκθεση Βιωσιμότητας του Ελληνικού Χρέους που εξέδωσε το ΔΝΤ τον Ιούλιο του 2017, το χρέος της χώρας «θα καταστεί εκρηκτικό μακροπρόθεσμα», αγγίζοντας το 300% του ΑΕΠ γύρω στο 2070. Όπως γνωρίζουμε, το ΔΝΤ συνήθως υπερεκτιμά την ικανότητα της Ελλάδας να ανακάμψει. Αλλά ακόμη και τα δικά του, μη ρεαλιστικά, αισιόδοξα μοντέλα υπογραμμίζουν πως το ελληνικό χρέος δεν είναι μόνο μη βιώσιμο, αλλά δυνητικά «εκρηκτικό». Η γερμανική κυβέρνηση, που πάντα προσποιείται ότι το ελληνικό χρέος είναι υπό έλεγχο, ενέκρινε τον περασμένο Ιούνιο να δοθεί περίοδος 10ετούς χάρητος στο χρονοδιάγραμμα αποπληρωμών του ελληνικού χρέους. Με άλλα λόγια, ενώ το Eurogroup διατείνεται, για καθαρά πολιτικούς λόγους, ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, στην πράξη δρα ως και να γνωρίζει άριστα ότι δεν είναι. Ας τονιστεί, όμως, ότι η αναβολή του χρονοδιαγράμματος αποπληρωμής του ελληνικού χρέους είναι παυσίπονο, όχι λύση. Τελικά, είναι αδύνατο να αποφύγει κανείς το γεγονός ότι ένα μεγάλο κούρεμα είναι αναγκαίο. Όμως η Ευρώπη δεν έχει την πολιτική ηγεσία που θα μπορούσε να πάρει μια τέτοια συνετή και τολμηρή απόφαση. Και οι πολιτικές αποτυχίες του σήμερα μεταφέρουν το οικονομικό πρόβλημα στα παιδιά μας.
Βλέπετε ένα λαμπρό μέλλον για την Ελλάδα κατά τα επόμενα χρόνια;
Φοβάμαι πως όχι. Το ελληνικό ΑΕΠ βρίσκεται σήμερα στα ίδια επίπεδα του 1999 και, παρά την ισχνή ανάπτυξη του 2017, μετά από εννέα χρόνια συνεχούς αποανάπτυξης, η ανάπτυξη αυτή βρίσκεται πολύ χαμηλότερα του μέσου όρου της ΕΕ. Οι πιο δυναμικοί επαγγελματίες της χώρας έχουν μεταναστεύσει και για το 2018-22 η Τρόικα επέβαλε άνευ προηγουμένου ύψους πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% ετησίως. Ο υφεσιακός αντίκτυπος αυτών των στόχων αντισταθμίζεται κυρίως από τις μεταφορές κεφαλαίων του ΕΣΠΑ, όμως το καθαρό υπόλοιπο είναι η αέναη στασιμότητα. Η μόνη ελπίδα, κατά τη γνώμη μου, είναι το κούρεμα του χρέους και η μείωση των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 1,5% του ΑΕΠ. Άλλες, πιο δραστικές λύσεις έχουν επίσης προταθεί. Όμως αυτό που προτείνω μπορεί να επιτρέψει στην Ελλάδα να ξεπληρώσει το υπόλοιπο χρέος της. Υπό το παρόν καθεστώς, το αισιόδοξο σενάριο είναι η μακροχρόνια στασιμότητα, με περαιτέρω αναβολές στην αποπληρωμή του χρέους και το απαισιόδοξο σενάριο (που θεωρώ και το πιθανότερο) είναι μια νέα εμβάθυνση της ελληνικής κρίσης, με μεταδοτικές συνέπειες στην υπόλοιπη Ευρωζώνη.
Η παρούσα αίσθηση της σταθεροποίησης που καλλιεργεί η Τρόικα και η υποτελής προς αυτήν κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, συντηρείται από το γεγονός ότι οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα κατά την περίοδο 2015-18 ήταν χαμηλοί και το χρονοδιάγραμμα αποπληρωμής του χρέους επιμηκύνθηκε. Όμως αυτή είναι μια απλή αναβολή των σκληρών αποφάσεων που κάποια στιγμή θα πρέπει να ληφθούν. Αυτό που συμβαίνει σήμερα απέχει πολύ από το να αποτελεί λύση, δηλαδή έναν οριστικό τερματισμό της ελληνικής κρίσης και του κινδύνου των μεταδοτικών συνεπειών της.